Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Φέτος, παράδοξα, στη μέση του καλοκαιριού
τα παιδιά της πολιτείας
αλλάξαν λόγια στα κάλαντά τους:
Λένε για κλέφτες άρχοντες,
για προδότες αρχηγούς,
για μαύρα λουλούδια,
για σκοτεινούς καιρούς.
«Μας κλέψαν την ελπίδα,
μας κλέψαν τη χαρά!»
Υψώσατε τάχιστα το μνημείο της καταισχύνης,
αν σας ενδιαφέρουν αυτά τα παιδιά.
Από τη συλλογή Ληξίαρχος (1966) του Θανάση Φωτιάδη
Απόψε δε θα νυχτωθεί κανείς από τους καλεσμένους μας,
θ’ ανάψουμε νωρίς τα φώτα, θα κοιμηθούνε τα παιδιά,
θα βάλουμε το νυχτοφύλακα δίπλα στο πλατάνι
κι εσύ θ’ ακούς.
Τα γάντια σας στο πάτωμα, στις σκάλες, στις γλάστρες,
θα ’χουμε φάρσα απόψε, θα φορέσουμε φωνές κακές
κι εσύ θ’ ακούς.
Όσο κακός κι αν είναι ο καιρός, είτε κρύο είτε βροχή είναι,
αυτοί πάντοτε έρχονται, τόσο που ρωτιέσαι,
τι κέρδος μπορεί να φέρει σ’ αυτούς η προκοπή μας.
Χαριτωμένοι, αυτόχθονες, ξένοι υπομονετικοί, να μη νυστάξετε
δε θα νυστάξετε, να μιλήστε, τελευταία διορία,
όχι, όχι διήγηση θεμελιωμένη πάνω σε γινόμενα
κι εσύ θ’ ακούς.
Και μετά, κλείνοντας την υγρή μας ξώπορτα πίσω τους,
χαϊδεύοντας χειρόγραφα, κουτιά τσιγάρα με διορθωμένα ονόματα,
θα σας αφήσουμε να ταξιδέψετε με τους νεκρούς μας
κι εσύ θ’ ακούς, όχι, τότε θα μπορέσεις να κάνεις
δυο βήματα πάνω στα επίσημα μάρμαρα
και θα προχωρήσεις στην ομολογία.
Από την ανθολογία Η ελληνική ποίηση, ανθολογημένη από τον Ρήγα έως σήμερα (1993) του Βασίλη Βασιλικού
Από μικρός, πριν έρθουν στην πρωτεύουσα,
ότι άρχισαν στο σχολειό λογοτεχνία,
του ήταν όνειρο γλυκό, ιδανικό,
να γνωρίσει ένα ζωντανό Ποιητή!
Μετά ήρθαν πόλεμοι, κατοχές, ανατροπές και άλλα,
και τ’ όνειρο καθυστερούσε.
Ώσπου ο πατέρας του —γνωστός κολλυβιστής—
αγόρασε ένα ρετιρέ στα Εξάρχεια,
και μείναν όλοι.
Ήθελε να γνωρίσει Ποιητή…
Του δώσαν απ’ το Υπουργείο τη διεύθυνση
του Μεγάλου Μεγάρου Διανοουμένων (ΜΜΔ).
Μπήκε στα μάρμαρα και στα γυαλιά και στα χαλιά
και προχωρούσε σύμφωνα με τα βέλη :
Προς Πεζογράφους — αυτός αριστερά : Προς Ποιητάς. ->
Προς Κλασικούς — αυτός αριστερά : Προς σύγχρονους. ->
Προς Επικούς — αυτός αριστερά : Προς Λυρικούς. ->
Προς Ομοιοκατάληκτους — αυτός αριστερά : Προς Ελευθεροστίχους. ->
Προς Συμφωνούντας — αυτός αριστερά : Προς Διαφωνούντας … ->
Άνοιξε μ’ ανείπωτη χαρά την πόρτα
και βρέθηκε αναπάντεχα στο δρόμο!
Από την ανθολογία Ποίηση για την ποίηση (εκδ. Καστανιώτη, 2006)
Φυτεύαμε καινούριες, άλλες, άρχισα να πηγαίνω μοναχός στα φυτώρια, στους μπαχτσέδες, στα περιβόλια, σε μονιάδες κηπουρούς – και διάλεγα
άρχισαν άλλες ποικιλίες, άλλα λιπάσματα, είχανε ξέρετε μεσολαβήσει τριακόσια στρατόπεδα να σακατεύουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν λίπασμα – χώρια τα βουνά παπούτσια – μαλλιά – δόντια – κόκαλα
η Μαιρούλα, η Αντιγόνη, η Φλούτρα, η Μαρίνα, η Ευδοκία, η Ρηνιώ, η Δόμνα – πολλές ρυτίδες στο κορμί, πριν τις φυτέψουμε ακόμα.
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη
Έπρεπε και τον αγέρα τους να τον φρουρείς, να σκάβεις τα λακκώματα, να ρίχνεις το νερό σαν η βροχή ξεχνούσε και ξεμάκραινε, με δυο λόγια τα καθήκοντα προς τις αγαπημένες
«μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σειέται η Στεριά»…
έπρεπε ακόμα, ποιος το διάταζε: – έπρεπε άμα φαινόταν τίποτα ραγάδες, να τις σκεπάζεις με φροντίδα και με βάλσαμο
έπρεπε, αυτό μη το ξεχάσουμε για τη συνέχεια της ιστορίας, να τις ειδοποιούμε για τα συνθήματα των άλλων, ή πιο σωστά, σφυρίγματα, χτυπήματα, γρατζουνίσματα – τα πάθη των εμφύλιων σπαραγμών
έπρεπε, τέλος, όταν το χιόνι σκέπαζε σαράντα πόντους το χώμα τους, να τις σιμώνεις τις μηλιές, να τις μιλάς και να τις δίνεις κουράγιο – είναι βέβαιο πως τις εγκαρδίωνες.
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη
Γινόταν όμως (και γίνονται) αδικίες με τις μηλιές, μπορούσε χρονιά σωστή να περνάς δίπλα από κείνη και να τη θυμάσαι πέρσι μέχρι να τη δεις του χρόνου φουντωμένη
κι άλλοτε, να χαϊδεύεις και να κομπολογάς την άλλη, αυτή την παραδιπλανή, τη μωραΐτικη, κι όταν ο καιρός ξεπέζευε, δεν ήταν τίποτα… Σκουλήκι; λίγο το νερό; λίγη η αγάπη; ή αχρείαστη; Μυστήριο. Όχι μυστήριο – η δική μας ανημπόρια…
όπως ήταν και τ’ άσχημα χαμπέρια, η Άννα σ’ άφηνε γεια, δεν πρόφτασε να μας χαρίσει τρεις οκάδες μήλα – κι η Παυλίνα, σ’ ένα βράδυ, κατέβασε τα φύλλα κι αποκοιμήθηκε για πάντα.
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη
Έμεινα μόνος, δεν ήξερα τι θάλεγα αύριο στα παιδιά τους φίλους μου, και για να κάνω κάτι, άρχισα δειλά να ψηλαφίζω τα όρθια σώματα, τις μηλιές, κρύες κι ακατάδεχτες, απασχολημένες στη δουλειά τους
διάβαζα τα ονόματά τους, τάκουγα κιόλας, σα να φωτίζαν, Αναστασία, Ειρήνη, Σοφία, κι άλλη Σοφία, Κατίνα, Κυριακίτσα, Μαρίκα, Πολύμνια, Σουλτάνα∙ κι άλλη Κατίνα, αυτά θυμάμαι εκείνη την ημέρα.
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη
… εκάθισα διά να ξεκουρασθώ … είτα ηθέλησα να γονυπετήσω και προσεπάθησα να δεηθώ, αλλ’ ερέμβαζον … έκλεισα τα όμματα, επαιτών ένα ύπνον, αλλ’ ο
πόνος ηγρύπνει εντός μου («Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη)
Κατρακυλούσε Φλεβάρης και σκόνταφτε – πότε στο χιόνι, πότε στη βροχή, πότε σε ξεμαδημένες αλεπούδες και σε πεινασμένους λύκους, σε κρύσταλλα και σε φωνές «ξεπάγιασα», σε γούνες και μουτσούνες τράγων
δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει, κι ήρθε ο πατέρας και «για τα γενέθλιά σου», λέγοντας, μου βάζει νευρικά τα χειροκτάκια μου και με τραβάει σ’ ένα μικρό δενδρότοπο, δεν ήξερα τα ονόματα
και κοιτάζοντας τα παγωμένα δέντρα, ξέφραγα, όχι εμένα, «είναι ο μηλότοπός σου» πρόφερε, και «να θυμάσαι αυτά τα δέντρα που βλέπεις τώρα» και «να τον μεγαλώσεις, όσο μπορείς» και «είναι δικά σου, να τα φροντίζεις»…
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη
Ερχόταν αγόρια τρελά, κόβαν μέσα στο κρύο τους πρώτους ανθούς, άλλα τις λυπόταν και γύριζαν τα μάτια – αυτό, αλήθεια, είναι κριτήριο: να σε κοιτάζουνε στα μάτια οι δεντρούλες, οι πρασινούλες οι μηλιές
ακόμα, κάποιος, ποιος ξέρει τι τον έδερνε από τα παιδικά του, έβαλε στην Ειρήνη, τη μηλιά, δώδεκα ξόβεργες, κι άλλοτε, μέχρι να τις βγάλουμε κολλούσαν πούπουλα κι άκρες φτερούγες πάνω τους∙ κι άλλοτε ζωντανά πουλιά. εκείνο ξεχνουδίστηκε και με την ξόβεργα στο στήθος τράβηξε στον Ευρώτα
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη
Τώρα, άντε να ξετραβήξεις το πριόνι, το φτυάρι, το κασμά, ν’ ακούσεις 30-40 φονικές ειδήσεις, και το βράδυ, ν’ αρχίζεις να τις καις, κομμάτι-κομμάτι, στο τζάκι∙ οικονομία στα υπερβολικά, καθώς τα επίθετα και τα υποκοριστικά ματώνουν
έκαιγες, φυσικά, κομμάτια της δικής σου, της δικής σας, της δικής τους ζωής∙ αυτό που όλοι λέμε με διάφορες λέξεις, «ο βίος κυλά»
και που μόλις είσαι έτοιμος να μπορείς να κλάψεις γι’ αυτό, έρχονται οι τέσσερις και ξεμπερδεύουν και με σένα∙
καθώς ξεμπέρδευαν, χρόνια που τα ζήσαμε, με τους κυνηγημένους, όταν νομίζαν καταφύγια τους λάκκους στις μηλιές, κι εκεί μέσα, με μαχαιριές και με φτυαριές τους αποτέλειωναν – οι εξουσιαστές…
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη
Κάθε άνοιξη ανθίζανε, το καλοκαίρι κάρπιζαν, το φθινόπωρο τρώγαμε τα μήλα και το Φλεβάρη, γύρω στις δεκαεφτά, πήγαινα κι έβλεπα πόσο μεγάλωσαν, πόσο ρυτίδωσαν, πόσο τις αγαπούσα και μ’ αγαπούσαν
κάθε καινούργια μηλιά που φύτευα, στην εποχή που πρέπει, είχε και τ’ όνομά της, με τη σειρά, τρίτη Κατίνα, Φρόσω, Μπέττη, Βάσω, Αφροδίτη, Βασιλική, Ελένη, και φυσικά, Ερατώ
κάθε καινούργια και τη φροντίδα της, δεν φτάνει να φυτεύεις ένα δέντρο, θέλει και την αγάπη σου, θέλει πολλά, όποιος το καταλαβαίνει
κάθε καινούργια και την κόρη της, άλλη κοντούλα κι άλλη ξέμαλλη, άλλη στοχαστική κι άλλη ξοδεύονταν, εκείνη φούσκωνε τον κορμό, και λίγο κάρπιζε, κι η πιο πέρα – τόσο τρελά λουλούδια και τίποτα καρπό
δεν προλαβαίναμε να τις φωτογραφίσουμε, είτε χαλούσε η ταινία, βλέπεις ήταν υλικά του πολέμου και ψάχναμε αναγκαστικά σ’ άλλες φωτογραφίες.
Από το ποίημα Ο μηλότοπος (1980) του Θανάση Φωτιάδη