Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Τελευταία Πέμπτη,
Βραδύτητα και Κούντερα.
Να τηλεφωνήσω…
Να πω πάλι πως τα κατάφερες να ρίξεις ακόμη ένα λιθάρι
στο τέλμα του αγκομαχητού.
Να πω πάλι πως έδωσες μορφή
στα βάθη της ήβης των ονείρων.
Δεν οδήγησες ποτέ.
Το λεωφορείο της γραμμής
σ’ έβγαζε στα Πάναγρα
«στ’ ασήμι που στραφτάλιζε τα δειλινά…»
Όλο το περιβόλι κι η θάλασσα
δικά σου χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας.
Με το λεωφορείο της γραμμής
ταξίδεψες την έφηβη ματιά σου
ακουμπισμένη στο παράθυρο
να γράφει εκείνο το ήρεμο μειδίαμα
στο αιώνιο πρόσωπο της πλησμονής και καρτερίας.
Πάντα ξεχώριζες χωρίς να ασκητεύεις.
Δεν οδηγούσες.
Κι οδήγησες την ψυχή σου
πέρα από τα ξένα λημέρια της μαλαματένιας επιτήδευσης.
Πιο πλούσιος απ’ όλους χωρίς να το ξέρεις.
Αρνήθηκες τους ρόλους και την εναλλαγή των σκηνικών.
Το λεωφορείο της γραμμής,
το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο
κουβάλησαν τα δώρα σου
Σεργιάνισαν την αρχοντιά
των ταπεινών και των αθώων
στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.
Στην άκρη της γαλήνης σου.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Μου ’πες: Κοίταξέ με.
Είμαι νεκρός από χθες.
Κείνη την ώρα γνώρισα το γιο σου.
Δεν τον είχα δει ποτέ.
Κι όταν παλιά μου μίλαγες για τη ματαιότητα
κείνο το πράο ύφος στη σκιά της λέξης
δεν προμηνούσε το κακό.
Δε γητεύω τις λέξεις.
Δε θα σου ταίριαζε.
Έτσι κοφτά
χαράζω την πέτρα.
Χαιρετώ το αίμα σου.
Σα γιορτή αναλώθηκε
ανέγγιχτη στο χρόνο.
Στην άκρη του δρόμου
τα μεσημέρια, όταν θ’ αδειάζουν οι πλατείες
θα βρεις συρρικνωμένα σώματα.
Δε γνοιάζονται για σκέπη.
Κι ούτε βεντάλια τους δροσίζει τα κλειστά βλέφαρα.
Μη λυπάσαι.
Στην οδύνη της χαμένης εποχής
ησυχάζει το αύριο.
Και τα χτυπήματα της καρδιάς
αργά, ανάρια
καρφώνουν την αγωνία των άλλων
που ’ναι στη σκέπη του Θεού και των ανθρώπων.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Μίκης Θεοδωράκης & Οδυσσέας Ελύτης, Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
(τραγούδι: Ντόρα Γιαννακοπούλου / δίσκος: Μικρές Κυκλάδες (1963))
[Ενότητα Ελεγεία]
Μνήμη Λίζας Ιακώβου
Σε είπανε σίφουνα
κι αερικό της μάχης της αγάπης.
Σήκωνες την ψυχή του Νείλου, της Ελεονώρας, των μαθητών
σαν ζέσταινες τον ύπνο των πουλιών.
Κι ήταν το γέλιο σου κι η λέξη
πηγή της αστραπής και του νοτιά.
Μα βιάστηκες πολύ
να γίνεις σύννεφο, βροχή
να βρεις την πεταλούδα
που δεν πρόλαβες να δεις στον κήπο
που μόλις σου είχε ετοιμάσει
με σιωπηλή, αιμάτινη φροντίδα ο Ιάκωβος.
Τον ρωτούσες για τα δέντρα,
τον ήλιο και το θάμνο το βαθύ.
Για τα μπουμπούκια που σ’ ανάμεναν
συντροφιά στο άγραφο μονοπάτι.
Έσμιγες με το ποίημα της φωτιάς
αγέρωχη και τρυφερή.
Σίφουνας της ορμής των λουλουδιών
αερικό της μάχης της αγάπης.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,
μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι
για να μη χάνεται το άρωμα.
Φύλακας της πεμπτουσίας.
Ατάραχος, στοχαστικός
στο βυθό της δίνης των πραγμάτων.
Υποταγμένος στο νόημα της τέχνης
και την πυκνότητα των στιγμών.
Κοινωνούσες με Παπαδιαμάντη, Σολωμό και Καβάφη.
Η μορφή του στιλπνού σκεύους
ολοένα τους πλησίαζε.
Τους άγγιζε η φωνή
και δονούσε την ψυχή
ο βαθύς κραδασμός της μύησης
στους δρόμους της σιωπής.
Στην αναχώρηση, όπως την έκτισες εσύ.
Δωρικός, λευκός κίονας
στη σμίλη επιδέξιου τεχνίτη.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Yanni (Γιάννης Χρυσομάλλης), Nostalgia
(από συναυλία στο Royal Albert Hall του Λονδίνου)
[Μέρος Γ’]
Μόρφου 2005
Χριστούγεννα.
Λαμπροί δρόμοι σεργιανίζουν τους πόθους των παιδιών
και παλιά τραγούδια ταξιδεύουν το σφρίγος της νοσταλγίας.
Το γυμνό κορίτσι χάθηκε στο ρέμα της αφθονίας.
Στολισμένα πρόσωπα
αντιφεγγίζουν τη λήθη των διωγμένων ψυχών.
Κι ένα αστέρι στο βορρά ρίχνει το στιλπνό φως
στους καμένους ίσκιους των δέντρων της Στεφανιάς.
Πότε θα μαζέψουμε τα πινόλια που αφήσαμε
κάτω απ’ τους πεύκους της Έπαυλης στο Γεωργικό Γυμνάσιο;
Μη…, μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επιτέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ’ ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Δημήτρης Παπαδημητρίου & Γιάννης Γιαβάρας, Άγγελος του νόστου
(τραγούδι: Δημήτρης Μητροπάνος / δίσκος: Στης ψυχής το παρακάτω (2001))
[Μέρος Γ’]
Μόρφου 2001
Φύλλα διάφανα
νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου
χάραξε την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα
παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά
της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι
του νόστου.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Πήρα το δρόμο μετά από καιρό
περπατώντας στην ίδια άκρη.
Θωπεύοντας αγάλματα
που βάραιναν την ψυχή μου όλα τα χρόνια.
Ξεδιπλώνοντας την πελώρια αιχμή των πρώτων σκιών.
Κοιτάζοντας ξανά τους ίδιους δρόμους
Ακούγοντας τους ίδιους ήχους
που μαρμάρωναν παιδί την καρδιά μου.
Ίδιες εικόνες.
Ίδιοι δρόμοι μ’ αλλαγμένα τα προσωπεία.
Ρόλοι άγνωστοι χωρίς το δικό μου ταξίδι.
Απλώνω το χέρι να ψηλαφίσω τα σημάδια στα πρόσωπα.
Παλιός επισκέπτης αμετανόητος
ν’ αναιρώ τη φυγή.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Σταύρος Ξαρχάκος & Νίκος Γκάτσος, Ο χορός των Κυκλάδων
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Τα κατά Μάρκον (1991))
[Μέρος Γ’]
Μέθεξη
Σπλάχνα μέσα στην ταραχή της ξένης ζωής
κι η ψυχή μια κούραση που ζωγράφισε
τα πρόσωπα με την ομορφιά της καρτερίας.
Πληγές που γνώρισαν τον κόσμο
πέρα από οράματα και κάθε προσδοκία.
Το σφύριγμα του βοριά
έφερε τους παλιούς ήχους
απ’ τους ίσκιους που αγρυπνούν
για αμόλυντους κήπους.
Κι εμείς σφίξαμε στο στήθος
τις φωνές σωπαίνοντας.
Γνωρίζοντας καλά το βάλσαμο
και τη βουβή, μυστική μέθεξη
που στάλαξε βαθιά μέσα μας
την αιώνια κυοφορία.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Chris De Burgh & Γιώργος Λέφας, Για μένα τραγουδώ
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Χορεύω (1989))
[Μέρος Γ’]
Ίσκιοι
Γυρνάμε στα χαλάσματα.
Αγγίζουμε τις ρωγμές των χτισμάτων
επιπλέοντας στα υγρά θεμέλια των έργων μας.
Ανηφορίζουμε το παλιό μονοπάτι
στοιχειωμένοι από πνεύματα παλιά που μας γητεύουν.
Στην κορφή άλικες γλώσσες
βάφουν τον ήλιο που βασιλεύει
τροπαιοφόρος
στη χώρα των αιμάτινων ίσκιων.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν’ ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Ναζίμ Χικμέτ & Θάνος Μικρούτσικος, Η πιο όμορφη θάλασσα
(τραγούδι: Μαρία Δημητριάδη / δίσκος: Πολιτικά τραγούδια (1975))
[Μέρος Γ’]
Στη θάλασσα του Ξερού
Σπίτια χαμηλοτάβανα σειρά
περίμεναν τη δειλινή σκιά μας
να χαμογελάσει στα οπλισμένα τόξα
της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες
να σημαδεύουν το χλωρό μας θόλο
πάντα σαΐτες βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο
τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπό μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν’ ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Το γιασεμί (παραδοσιακό Κύπρου)
(τραγούδι: Σαβίνα Γιαννάτου / δίσκος: Τραγούδια της Μεσογείου (1998))
[Μέρος Γ’]
Μόρφου 1997
Δρόμοι στενοί
και πόρτες ανοιχτές.
Περνούσαμε γιασεμί τ’ απόγευμα
–χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης–
Αλυσίδες απλώναμε
τις ευωδιές των παθών
στις διαδρομές των υγρών ονείρων
και χτίζαμε τα θεμέλιά μας
στα ριζωμένα στη γη
λευκά αγγίγματα
της πρώτης και ανεξίτηλης γεύσης.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά