Σαράντος Παυλέας, Τα κοιμητήρια των μικρών θαλασσινών χωριών

Τα κοιμητήρια των μικρών θαλασσινών χωριών

«… Το πλοίο ονειρεύτηκε ένα καινούριο ωκεανό…»
Ρωξάνη Παυλέα

Εκείνα τα κοιμητήρια στα πολύ μικρά χωριά
σχεδόν ήταν άφρακτα κι ήταν σα ν’ αφήναμε
τη θάλασσα έτσι όπως ήταν
τόσο κοντά στα κύματά της
σα να φώναζαν τους θαλασσινούς μας
ναυτικούς, σα να θέλαν να τους άρπαζαν
σαν να τους ζητούσαν επίμονα αφρισμένα∙
δε σταματούσαν, πολύ κοντά τους έφταναν
σα να τους ζητούσαν, σαν να τους έπαιρναν
τους πεθαμένους, σα να τους σήκωναν
από τον παντοτινό τους, σαν να τους ξυπνούσαν τον ύπνο
έτσι όπως ήταν ενταφιασμένοι κοντά, πολύ σιμά
οι θαλασσινοί μας στα μικρά τους χωριά
στην κάποτε την αγαπημένη τους
των ταξιδιών τη θάλασσα.

Το συγκεκριμένο ποίημα του Σαράντου Παυλέα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ευθύνη (τεύχος 343, Ιούλιος 2000).

Πηγή: http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Euthini/343/5.html

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Advertisement

Σαράντος Παυλέας, Το δέντρο και το νερό

Το δέντρο και το νερό

«… Εγώ φεύγω
τρέχω στη γραμμή του Σύμπαντος»

Ρωξάνη Παυλέα

Μόνο το δέντρο γνώριζε και σώπαινε βαθιά, ασάλευτο
σαν άγαλμα θαρρούσες όταν έβγαινε από μια νύχτα
θερινή θαυμάσια πολύαστρη γεμάτο έκσταση∙
γι’ αυτό σα να ’χε ακούσει την προπατορική
τη θεϊκή μουσική την απαράμιλλη.
Μόνο το δέντρο και το νερό ήξεραν καλά
με τα κύματα της θάλασσας
και τα φύλλα συναδερφωμένα
το κυλιόμενο τραγούδι τους να τραγουδούσαν.
Μόνο το δέντρο και το νερό είχαν της υπομονής
τη μεγάλη δύναμη και την περιεκτική
τη δεκτικότητα που χαρακτήριζαν
τη διάρκεια και τη γλυκιά την αιωνιότητα.

Από τη συλλογή Συμπαντική ιθαγένεια (1998) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Συνήθεια

Συνήθεια

«Ο κήπος της άσπρης θάλασσας μοιάζει σαν πεδιάδα με μαργαρίτες»
Από τα «Καρφωμένα ελάφια», Ρωξάνη Παυλέα

Εμείς δε χωρούσαμε σε σπίτια∙
προτιμούσαμε της εξοχής τον ανοιχτό τον άνεμο
τον καλό τραγουδιστή της δρυός
με το τραχύ της σκούρο πράσινο φύλλωμα.
Τη λάσπη του ήθελε ο κροκόδειλος
και το βαλτονέρι του ο μακρουλός όφις
και η καλή μας αρκούδα έψαχνε
αγριόμελο σε δεντροκυψέλη
και το λινάρι ψήλωνε και γαλάνιζε
κι εμείς ζούσαμε με την αρμύρα του Θεού
βαθιά μέσα μας, όπως το ψάρι
κυκλοφορούσε μέσα στης θάλασσας
την αρμυρή της συνήθεια.

Από τη συλλογή Συμπαντική ιθαγένεια (1998) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Η Διδασκάλισσα

Μάνος Χατζιδάκις & Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
(τραγούδι: Λάκης Παππάς / δίσκος: Ματωμένος γάμος / Παραμύθι χωρίς όνομα (1965))

Η Διδασκάλισσα

«… Σφαίρα είναι η σελήνη
γι’ αυτό οι θάλασσες είναι κυρτές…»

Από τα «Παραλειπόμενα από την άλλη όψη»

Λίγο να χαμογελούσε ο πεντάγνωμος ήλιος του Μάρτη
χαμογελούσε και της πεταλούδας το πέταγμα πανάλαφρο. Με κλειδιά
δεν ανοιγόταν κανένας ουρανός, γιατί μόνο τα φυσικά φτερά της ψυχής
τον ουράνιο παράδεισο ξεκλείδωναν.
Μέσα μας ένας ήλιος άναβε καλός
και όταν αδειάζαμε τον εαυτό μας από άγνοια
τον ξαναβρίσκαμε κι ένα γέλιο από μέσα μας
ανέβαινε βαθύ και δροσερό σαν νερό κατάκρινο
από βαθύ πηγάδι το καλοκαίρι
με χιούμορ εμπαίζοντας τις ανοησίες μας όλες
τις δαπανηρές κι ανώφελες. Και η δαμασκηνιά μάς κοίταζε
ανάμεσα στα πρώτα φύλλα της και στ’ άνθη της
που σιγά-σιγά αποχωρούσαν.
Πολλά μας δίδασκε η φύση∙
μας μάθαινε την τρυφερότητα της αγάπης,
της εμπιστοσύνης τη δύναμη την ακέραια
για να ’μασταν γιορτινοί και να δεχόμασταν
ό,τι επρόσφερναν για να μας γύμναζαν
οι σωστές εποχές γεμάτες σύνεση
με την αντοχή που κέρδιζε ένα δέντρο
μέσα στη νυχτερινή θύελλα
βρίσκοντας μέσα στην αυγή πάλι την όρθια του θέση,
με την υπομονή την μεγάλη του
την καλή και σοφή διδασκάλισσα.

Από τη συλλογή Συμπαντική ιθαγένεια (1998) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Ακρόαση

Ακρόαση

«… Τα παγωμένα νερά του ξεροπόταμου
αρμενίζουν στη γαλανή θάλασσα»

Από τα «Άνθη της λήθης», Ρωξάνη Παυλέα

Ο καθένας μας ένα σύμπαν «εν συνόψει».
Εφαρμόζαμε την καθημερινή μας εσωτερική ακρόαση
και γευόμασταν της ύπαρξης τη γλυκιά μας αιωνιότητα.
Παντού ο μουσικός της ύπαρξης, εύθυμος ο ρυθμός του Θεού.
Στο βάλτο του έζη ο φασιανός
μ’ όλα τα φυσικά του χρώματα στολισμένος
καλά ήταν εκεί και τα κλουβιά δεν ήθελε.
Γιατί πρώτη ελευθερία και ομορφιά και αγάπη
ήταν ο Θεός.

Από τη συλλογή Συμπαντική ιθαγένεια (1998) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Χτισμένα σημεία

Brendan Behan & Μίκης Θεοδωράκης, Άνοιξε λίγο το παράθυρο (απόδοση στα Ελληνικά: Βασίλης Ρώτας)
(τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη / δίσκος: Ένας όμηρος (1966))

Χτισμένα σημεία

Είπαμε να μην τσακίζουμε, να μην ισοπεδώνουμε τα παράθυρα.
Κανένα παράθυρον όσο σκληρό κι αν έχει φως, το φως γνωρίζει να γιατρεύει.
Γυρεύαμε τα παράθυρα, δε μας αρκούσαν τα παράθυρα,
γιατί θέλαμε πολύ φως για να διαλύουμε το κάθε μας σκοτάδι.
Γι’ αυτό ψάχναμε για παράθυρα σα να ’μασταν διαρκώς χτισμένοι.
Παντού ψηλαφούσαμε για φως, θέλαμε τα παράθυρα, προσπαθούσαμε
να ελευθερώνουμε όλα τα χτισμένα τους σημεία, σχηματίζαμε ρωγμές
κι ανοίγματα, να πετύχουμε ένα τέλειο παράθυρο
όπου το φως συνέχεια κι άφθονο να φτυαρίζεται μέσα του
απέναντι στο απέραντο το Σύμπαν.

Από τη συλλογή Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (1983) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Το μαύρο κουβάρι

Το μαύρο κουβάρι

Μέσα στο μαύρο κουβάρι της άγνοιας τυλιγόμασταν
κι ας λέγαμε πως είμασταν γεμάτοι γνώση.
Είμασταν ένα τρομαγμένο διαρκώς κουβάρι,
συνεχώς αγνοούμενοι που κανένας δε ζητούσε με κανένα ραδιόφωνο
στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού την επάνοδό μας.
Δεν είχαμε κάνει τα βήματά μας πουθενά όρθια και σταθερά.
Σα να ’μασταν από στοιχειώδη περιστατικά υποσκελισμένοι
πηγαίναμε στους σταθμούς όπου τα τρένα σφύριζαν συνέχεια
και δε σταματούσαν να μας πάρουν έστω και χωρίς αποσκευές.
Τι να τις κάναμε τις αποσκευές;
Σα να μην είχαμε κανένα είδος εμπορεύματος
ν’ ανάβουμε της ψυχής τη ζεστή κάποτε φωτιά,
σα να ’χαμε λησμονήσει πως κάποτε περπατούσαμε όρθιοι
έστω και με τα ερείπιά μας ντυμένοι.

Από τη συλλογή Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (1983) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή

Λαυρέντης Μαχαιρίτσας & Ισαάκ Σούσης, Η ενοχή των αμνών
(ερμηνεία: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας / δίσκος: Η ενοχή των αμνών (2010))

Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή

Συγχώρησέ με, Θεέ μου, που δεν κατόρθωσα
να δω τον κόσμο αυτό τον επίγειο σαν ένα πανηγύρι
και να τον διασκεδάσω σαν ένας πανηγυριώτης.
Πώς θα γινόμουν, Θεέ μου, ένας πανηγυριώτης, αφού γιορτάζαμε
το έτος του παιδιού κι ύστερα πηγαίναμε και βάζαμε το μεσονύχτι
δυναμίτιδα στις κατοικίες των προσφύγων και τους ξεθεμελιώναμε
μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους;
Πώς να καυχόμουν, Θεέ μου, πως όλος ο κόσμος ήταν ένα πανηγύρι,
αφού πορευόμασταν στα βαρβαρικά μας μεσονύχτια και σκοτώναμε
πάνω στον ύπνο τους, γέροντες, γυναίκες και παιδιά μικρά, αγόρια και κορίτσια
και ύστερα για να εξαφανίζουμε από ενδεχόμενους υποκριτικούς παρατηρητές
το σκοτωμένο ψυχομέτρι περνούσαμε πάνω τους
με τις ματωμένες εκείνες μπουλντόζες μας και μεταμορφώναμε
το έγκλημά μας σ’ ένα κόκκινο πολτό, σ’ ένα πολτό
τ’ αθώα παιδιά και τα κορίτσια μας σ’ ένα κόκκινο πολτό;

Από τη συλλογή Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (1983) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Σ’ αγαπούσα

Σ’ αγαπούσα

Τ’ άστρα λάμπανε και τα φύλλα σφύριζαν σαν κοτσύφια
δεμένα με τα κλαδιά τους και τη ρίζα τους και σ’ αγαπούσα.
Το κοίλο κύμα στην αμμουδιά του στόλιζε μ’ άσπρα,
πυκνά θροΐζοντα άνθη και σ’ αγαπούσα.
Απέραντες ακρογιαλιές έπαιρναν το φεγγάρι το γεμάτο
και το ’καναν άσπρα κομματάκια φρέσκο ψωμί
και το μοίραζαν ευλογημένον αντίδωρο της θείας Ακολουθίας και σ’ αγαπούσα.

Από τη συλλογή Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (1983) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Ο χρόνος

Ο χρόνος

Άνθιζεν όλος ο πυρακτωμένος ήλιος, άνθιζε, όταν σ’ έβλεπα
τους χτύπους τους μουσικούς η καρδιά μου άνθιζε
κι εγώ ξεχνούσα πολεμιστές που έμεναν ακίνητοι στα μονοπάτια
με τα ρούχα τ’ άδεια ντυμένοι να τους τρώει ο χρόνος
και μια σαρκοβόρα βροχή.
Άνθιζεν η καρδιά όταν σ’ έβλεπα, άνθιζα ολόκληρος κι εγώ.
Πάνε πια χρόνια και χρόνια που έχασα εκείνο τον καιρό.
Μα σ’ έχω γράψει πάνω στης καρδιάς μου το ρυθμό
και δε σε λησμονώ σαν το ελάφι που δεν ξεχνάει
την ταχύτητά μου τη γοργή.

Από τη συλλογή Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (1983) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Λάμψη

Σταμάτης Σπανουδάκης & Μανώλης Ανδρικάκης, Έφυγες νωρίς
(τραγούδι: Ελευθερία Αρβανιτάκη / δίσκος: Κοντραμπάσο (1986))

Λάμψη

Κάθε πουλί έλεγα έχει αναμμένη την άνοιξη μέσα στην καρδιά του
κι έλαμπε όλος ο δρόμος όταν σε είδε και περνούσες
κι έπειτα όταν έφυγες έμενε ο δρόμος άδειος κι άχαρος
κι ας είχε τόσο πλήρη τον ήλιο του κι ας σήμαιναν τα ξερά
κουκουνάρια στα πεύκα πάνω σαν καμπάνες από φως
τραβηγμένες από το σχοινί του ανέμου.

Από τη συλλογή Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (1983) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας

Σαράντος Παυλέας, Αρκούδες του Κόντιακ

Sir Anthony Hopkins, Alec Baldwin & a Kodiak bear (film: The Edge (1997) by Lee Tamahori)

Αρκούδες του Κόντιακ

Από τα πιο μικρά μου χρόνια,
είδα θρονιασμένη στο σπίτι μου την πιο σκληρότερη αρκούδα στον πλανήτη μας,
την αρκούδα του Κόντιακ.
Μεγάλωσα και προσπαθούσα να νικήσω
βάζοντας στον ένα δίσκο της ζυγαριάς το βάρος του έρωτα.
Μα όπου κι αν πήγαινα του Κόντιακ μ’ ακολουθούσε η σκληρή αρκούδα.
Παντού μου κατασκεύαζε η κοινωνία τις αρκούδες του Κόντιακ.
Ύστερα κι εγώ άρχιζα μέσα μου να εγκαθιστώ και να ιδρύω του Κόντιακ τις αρκούδες.
Έτσι σιγά-σιγά τις παραδέχτηκα όλες
τις εσωτερικές και τις εξωτερικές του Κόντιακ τις αρκούδες
χαϊδεύοντας την ωρυγή τους την εξωτερική και την εσωτερική,
για να σώζομαι και να σώζονται
οι σκληρές κι αυθεντικές του Κόντιακ αρκούδες.

Από τη συλλογή Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (1983) του Σαράντου Παυλέα

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σαράντος Παυλέας