Μαρία Κυρτζάκη, [Ξαφνικά σιωπή…]

[Ενότητα Όνειρο]

Ξαφνικά σιωπή. Άλλου
όνειρο ή δικό μου δεν ξέρω

Σε παγκάκι καθόταν. Στην άκρη
πολύβοου δρόμου. Τα παλιά σχισμένα
ρούχα φορούσε. Με τα μάτια
καρφωμένα τώρα μπροστά
– σαν να έβλεπε, κάποιον ή κάτι.
Προσευχόταν, το ήξερα, αλλά αλλιώς.

Τσακισμένο το σώμα ακουμπούσε
στο ίδιο το σώμα. Και τα λόγια
και αυτά ακουμπούσαν στους γυάλινους
τοίχους των κτιρίων που υψώνονταν γύρω

Αντανάκλαση λόγου σκέφτηκα και τον ένιωσα
να τραντάζεται και λυγμοί να τον παίρνουν
γείρε και πάλι γείρε ότι έλεγε
–σε χώρα ή πρόσωπο πατρίδα μιλούσε;–
και με το βλέμμα της αφής
σε ρήγματα ερείπια στης γλώσσας
τα ραγίσματα στερέωσέ μας
σημαία λάβαρο σε χώρα ηδονής

Από τη συλλογή Λιγοστό και να χάνεται (2002) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Advertisement

Μαρία Κυρτζάκη, [Έσκυψε το φιλί γονάτισε…]

Έσκυψε το φιλί γονάτισε

Σαν Ενδυμίων το φιλί
και υπέκυψε
στην φαντασίωση του έρωτα

Από τη συλλογή Λιγοστό και να χάνεται (2002) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, [Γνωρίζει στο κορμί της…]

[Ενότητα Σκοτάδι σώμα]

Γνωρίζει στο κορμί της και με το σώμα της
τις σκοτεινές διαδρομές που αλώνουν την ψυχή.
Ο έρωτας είναι νυκτώος ξέρει.
Παιδί της νύχτας που ερωτεύτηκε το έρεβος.
Μαζί του επλάγιασε
και μες στη λάβα των αισθήσεων
βασίλισσα σαν Δύση ανατέλλει η Τυφώ
πλημμυρισμένη ευωδιές του έρωτα
μανίες αρσενικό και θηλυκό
η γνώση όλη υψώνεται στο σώμα
εκεί στα χέρια και στα δάχτυλα της ακοής
και τον μικρούλη τον τριγμό πώς τον ακούει
και την οσφραίνεται την απειλή
και γεύεται την ηδονή ως το μεδούλι

Από τη συλλογή Λιγοστό και να χάνεται (2002) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Η γλώσσα η αμίλητη

Η γλώσσα η αμίλητη

Δεν γίνεται ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα∙
σαν ψάρι έξω από τα νερά του
και σαν να βγήκε απ’ ό,τι τον προστάτευε
– την γλώσσα του.
Χτίζει τους κήπους τις αυλές
όχι το σπίτι
Κι η μοναξιά – δεν φτάνει δεν αρκεί
να φτιάξει μιας πατρίδας γη.

Η μοναξιά τον κατοικεί τον έρωτα, μη
την τρομάζεις, χαμογέλασες,
και εφευρίσκει γλώσσα αμίλητη
και γλώσσα τιμημένη.
Τη σέβονται όλοι και υποκλίνονται
και προσπερνούν
Να μη θυμούνται
τον έρωτα που κάποτε
τους άνοιξε πανιά
– κι αυτήν την μόνη και μοναδική
γλώσσα για να μιλήσουν

Που ελησμόνησαν.

Εσύ κι εγώ είμαστε ασφαλείς και
μη φοβάσαι – σαν μοναξιά
κατοίκησέ με μη φοβηθείς.
Και άσε με
τις πόρτες σου ν’ ανοίξω
τα παράθυρα, σαν φως και φυλλαράκι
ίσκιος να εισχωρήσω κι εκεί σε τοίχους
και πατώματα και σε περβάζια παραθύρων
δες, να, εκεί αφήνεται ριζώνει κλαδάκια
βγάζει και καρπούς μυρωδικούς
η αντανάκλαση τού έρωτα κι αντιφεγγίσματα
σωμάτων που επάλεψαν κουράστηκαν τον πόλεμο
και ενοστάλγησαν την μυρωδιά βασιλικού και
μόσχου. Μη φοβηθείς.

Σ’ αυτήν την μαύρη χώρα του φωτός
σαν γη και πώς απλώνεται η όψη σου και συνεχώς
θυμάται και πάντα νοσταλγεί
το φως
το φως
το άλλο φως
Του έρωτα.

Εσύ
ποιαν άλλη χώρα να ζητήσεις
Εγώ
ποιαν άλλη γη.

Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Έλληνες

Έλληνες

Σαν Έλληνες που ξέμειναν
σε άλλης γης πατρίδα.

Χάθηκε αυτή στα βάθη της Ασίας
σε παραλίες φιλοσόφων βούλιαξε
και στα νησιά των ποιητών έγινε κύμα
και αεράκι ήμαρ νοσταλγίας.

Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς.

Πέρα απ’ του Πύρρου την χαμένη ηδονή
της Πίνδου τ’ αποκούμπι
Πίσω απ’ του Αίμου τις κορφές
στην Θράκη του Ορφέα η Ευρυδίκη
μαύρο μαντίλι να φορεί
ρούχο μακρύ του πένθους

Γιατί πενθεί την μουσική.

Και ψάχνει ψάχνει στα τρανζίστορ στα FM
κι ύστερα πάλι αίματα μεσαία και
στα βραχέα αίματα τα σκοτεινά και συμπαγή
τα μέλη της το μέλος ψάχνει
λόγο πλάγιο να πει
την μελωδία που άστραψε
και σαν ζωή της φάνηκε.

Και σαν ζωή τους φάνηκε
πως νοσταλγούν αυτήν την άλλη την ζωή.
Πίσω από μάρμαρα ερείπια κρυφτήκαν
στον Παρθενώνα γύρισαν Εκοίταξαν
με τις Καρυάτιδες μαζί περπάτησαν
τον βράχο άκρη άκρη στην πόλη του Ζαλόγγου.
Μέσα σε κοίλα θέατρα παράστησαν.

Όχι. Αυτοί δεν ξέρουν δεν νοούν
Δεν ξέρουν ούτε νοσταλγούν

και τα τρανζίστορ παίζουν άλλες μουσικές.

Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Ικαρία

Ικαρία

Και έτσι έμαθε πως ήτανε νησί
και τ’ όνομά του Ικαρία.

Και ότι εκεί
σ’ αυτό που ήτανε σημείο
εμάχονταν και πολεμούσαν ηδονές
και πάλι αγκαλιάζονταν μέχρι να αλωθούν
στήθος με στήθος οι γλυκές με τις αιμοχαρείς
σώμα με σώμα αλάλαζαν να ξεχωρίσουν
ποιες της οδύνης και ποιες της γλύκας
που ακουμπάει το σώμα στην ψυχή.

Και είδαν ότι αχώριστες πως είναι
πλεγμένες μεταξύ τους τ’ αντίθετα σαν όμοια
τα όμοια σαν ξεμάκραιναν να μιμηθούν πολέμους
και πικρούς του έρωτα καημούς.
Σαν ίδια όψη που αντανακλά
το βάθος της ψυχής και
το απύθμενο το μάτι των σωμάτων —
εκείνο που σαν πέρασμα σε βγάζει στην στεριά.

Και έστερξαν αξεδιάλυτες πως είναι αξεχώριστες
Ένα κουβάρι μεταξύ τους κόσμος
Το αχ του αναστεναγμού
στο ακατοίκητο της μνήμης
μ’ αυτή την τόση δα ανάσα ηδονής
που αφήνουνε τα σώματα σαν νοσταλγία
πως κάποτε μία ήταν η πληγή

Σε νοσταλγώ συνέχεια.

Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Βίκινγκς

Βίκινγκς

Τους άρεσε η τζαζ
Και μιλούσαν μεταξύ τους τραγουδώντας

Στο πέλαγος τους έριξε ο Θεός
Και στα νησιά
Κι είπανε να ριζώσουν
Επειδή σκέφθηκαν πού να βρεθεί
τώρα μια Αργώ με ποιον Ιάσονα
Και ποια βάρβαρη Μήδεια
Στα μάγια τούς τυλίγει
και στα χρυσά τούς έντυσε

Κάθε σκαλί το τόνιζαν
της γλώσσας μονοπάτι
Απόηχος θαρρείς βηματισμού κάθε φορά
μέσ’ απ’ την θάλασσα που πήγαιναν
ν’ αγγίξουνε στεριά
Πόσα κουπιά να λάμνουν και να κωπηλατούν
Τι να παρακαλούν

Τους άρεσε η τζαζ
Μα πιο πολύ τους άρεσε το έρεβος της νύχτας
Το άσπρο φως της μοναξιάς
Το ρούχο που τους έντυσε η Μήδεια
Κόλλησε στο πετσί τους
Και σκέφτηκαν μόνος γεννιέται ο άνθρωπος
Μόνος του ζει Ξένος πεθαίνει
Εδώ θα μείνουν στα νησιά στο πέλαγος
Να πιάσουνε στεριά εδώ

Την είπαν πόλη τ’ ουρανού
Κρύφτηκαν στ’ όνομά της
και κλειδαμπάρωσαν διπλά τις πόρτες

Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Η μουσική

Η μουσική

Μόλις ασφάλιζε το όνειρο και λόγους ιερούς
γύρω μου έσπειρε
γκρεμός για να φυτρώσει∙ και σαν
ασπίδα του θεού στο μένος των ανθρώπων —
Εκεί μου είπε ν’ αναπαύεσαι
δροσιά από φύλλα και νερά
θα σου παρασταθούν
βράχοι γωνίες και στιλπνή — η επιφάνεια.

Εβγήκε για κυνήγι.

Λέαινας όψη στην γυναίκα
επόθησε να την κατασπαράξει
και την ανάγκη του εκομμάτιαζε
την έσπασε και τσαλαβούτησε
στις λάσπες και στα θρύψαλα εμάτωσε
και λερωμένος ρίχτηκε πίσω από το βουνό
να βρει την ηδονή
πώς ετσακίστηκε
και την ψυχή του που εξενιτεύτηκε το σώμα
κι αφέθηκε αυτό και βούλιαξε
πώς έγινε
κι απ’ την ανάγκη του εχωρίστηκε
Να καταλάβει.

Εδοκιμάστηκε σε όλους τους Αγώνες
και τον καιρό τον κράτησε
Μέχρι τα πέντε δάχτυλα.
Στα έξι είπε στα εφτά γίνομαι βασιλέας
κι αρνούμαι την τιμή.
Θέλω να είμαι ας είμαι μουσική.

Έσπασε εκύλησε στο αίμα∙
την ηδονή εγγράφοντας της νύχτας
τον τρόμο της πατώντας.
Ήταν με παύσεις. Με σιωπές
Η μουσική — μπαγλαμαδάκι αόρατο
και μες στο δέρμα επέρασε
μόνο για μένα ν’ ακουστεί
ν’ ακούγεται συνέχεια
πιο πριν και πριν απ’ τον καιρό Άσμα
απ’ την πρώτη την κραυγή
και σαν από όρος εντολή.

Πώς να υπάρξει η ζωή χωρίς
την άλλη όψη της, τον θάνατο;

Ο έρωτας που με κατοικεί
ανθίζει μυστικά.

Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Ημέρια νύχτα (ΙΣΤ΄)

[ ΙΣΤ’ ]

Οι τρόποι μου είναι άξεστοι
της επαρχίας
τα δάχτυλα στραβώνουν
κι η ομιλία τους σαν σπαστικού.
Με την εικόνα μου ιδέα δεν έχω τι γίνεται
– φωτογραφίες κάποτε αβέρτα.
Μα όταν μ’ άγγιξες
(Τα πρόσωπα όλα έγιναν γραμμές
Οι όμορφες ασχημύναν)
Έμεινα εγώ
Στη μέση της πλατείας
Σαν σιντριβάνι

Από τη συλλογή Ημέρια νύχτα (1989) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Ημέρια νύχτα (Θ’-ΙΑ’)

[ Θ’ ]

Έρχεται προς εμένα
– και υποχωρώ
Με τα τεράστια φτερά του κάνει ουρανό.
Βυθίζομαι στην κόλασή του
Σαν θέρμες να τον πιάνουνε
σαν να ’μαι στο καζάνι του η φωτιά.
Δροσίζεται επάνω μου
Με γεύεται σαν παγωτό χωνάκι
σαν κάτι ξένο.
Δεν με τολμά ολόκληρος να με τυλίξει
απ’ τα βυζιά μου το αίμα να γευτεί.
Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά
μέσα μου να χωθεί
με πρόσωπο και σώμα

[ Ι’ ]

Το σάλιο του ρουφώ Το αίμα του
Τον λόγο του σαν έρωτα στοιχειώνω
Με τριγυρνάς κι αέναα υποσκάπτεις με
Σαράκι μου Πολύχρωμο πουλί μου
κυλάνε τα νερά μες στα ποτάμια τους
το δέρμα μου σαν νύχτα αλωνίζεις

Ρυτίδα λυγμική Με σφράγισε

[ ΙΑ’ ]

Οι φθόγγοι περισσεύουνε
Οι λέξεις μου ασούμπαλες
Κι εγώ σαν έφηβη
σε ρούχο αμερικάνικο

Από τη συλλογή Ημέρια νύχτα (1989) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Ημέρια νύχτα (ΣΤ’-Η’)

[ ΣΤ’ ]

Τον θάνατο ζητά στο σώμα μου
Και απαλά τα χείλη μου κλειδώνει
Μην του ξεφύγω

[ Ζ’ ]

Πάνω μου απλώνεται. Σαν ουρανός.
Ύστερα γέρνει δήθεν ταπεινά
στην πλάτη στην κοιλιά
σαν μέταλλο χυτό στους ώμους μου.
Με ντύνει.

[ Η’ ]

Έχει διαλέξει τρόπο βάρβαρο.
Εκ της σαρκός μου σαρξ και εκ του αίματός μου
ούτος εστί.
Αρχίζει απ’ τις πατούσες.
Ανάποδα.
Σαν αίμα.
(Αιμορραγεί ολόκληρος και με φοβάται
Ευλαβικά μου αντιστέκεται σαν σε ναό)

Τα πόδια μου ορθώνονται Τεντώνουν
Αργά κυλά Δεν βιάζεται
Ανεβαίνει.
Κάπου στη μέση χύνεται ωκεανός.
Πριν φτάσει στο λαιμό
έχει ντυθεί στο κόκκινο
Και με βελούδο φθόγγο

Από τη συλλογή Ημέρια νύχτα (1989) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη, Ημέρια νύχτα (Α’-Ε’)

[ Α’ ]

Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο
— με τη ρομφαία
Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε

[ Β’ ]

Εσύριξε στο σώμα μου τον φόνο
Μου έκλεψε την ενοχή

[ Γ’ ]

Με περιμένει απών.
Σαν κίνηση μελετημένη
σαν βήμα που ηδονίζεται αργόσυρτα
σαν χέρι
που όλο τείνει να μ’ αγγίξει

[ Δ’ ]

Τα μάτια του στα μάτια μου φορά
Τα μάτια μου απασχολεί στα δάχτυλά του
Απεποιήθη όλα τ’ άλλα του χρυσαφικά.

[ Ε’ ]

Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει
Ο έρωτάς του σαν σώμα αφίλητο.
Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε
άντρας σαν φύσημα ανέμου
τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε
σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.

(Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία)

Από τη συλλογή Ημέρια νύχτα (1989) της Μαρίας Κυρτζάκη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη