[Ενότητα Όνειρο]
Ξαφνικά σιωπή. Άλλου
όνειρο ή δικό μου δεν ξέρω
Σε παγκάκι καθόταν. Στην άκρη
πολύβοου δρόμου. Τα παλιά σχισμένα
ρούχα φορούσε. Με τα μάτια
καρφωμένα τώρα μπροστά
– σαν να έβλεπε, κάποιον ή κάτι.
Προσευχόταν, το ήξερα, αλλά αλλιώς.
Τσακισμένο το σώμα ακουμπούσε
στο ίδιο το σώμα. Και τα λόγια
και αυτά ακουμπούσαν στους γυάλινους
τοίχους των κτιρίων που υψώνονταν γύρω
Αντανάκλαση λόγου σκέφτηκα και τον ένιωσα
να τραντάζεται και λυγμοί να τον παίρνουν
γείρε και πάλι γείρε ότι έλεγε
–σε χώρα ή πρόσωπο πατρίδα μιλούσε;–
και με το βλέμμα της αφής
σε ρήγματα ερείπια στης γλώσσας
τα ραγίσματα στερέωσέ μας
σημαία λάβαρο σε χώρα ηδονής
Από τη συλλογή Λιγοστό και να χάνεται (2002) της Μαρίας Κυρτζάκη
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Κυρτζάκη