Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Αφήνει την προσπάθεια κάτι να ξεγράψει
απ’ την πικραμένη γραμμή των χειλιών του
και σου δίνει ένα χαμόγελο,
μα πώς να ζήσεις με τόσο λίγο
όταν είχες μάθει ν’ αφροχτυπιέσαι
στον χείμαρρο του γέλιου σου;
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Στο πρόσωπό σου οι αντικρινοί καθρέφτες
δεν βρήκαν καμιά χαρά να πολλαπλασιάσουν,
έγειρε η ψυχή σου σαν ένα ηλιοτρόπιο
στο συμπλεγματικό σκοτεινό σου φόβο,
άνθρωπε νέε,
που βήμα δεν αποτόλμησες σε σταυροδρόμι
που όνειρο δεν άπλωσες σε πλατιά λεωφόρο∙
στους ατέλειωτους διαδρόμους της ερημιάς σου
σιδερένια τα πόδια σου κροτούν,
άνθρωπε νέε,
που του γεννησιμιού σου την κραυγή
δεν την απαρνήθηκες ποτέ σου.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Σταύρος Κουγιουμτζής & Μάνος Ελευθερίου, Τώρα που θα φύγεις
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Μικρές πολιτείες (1974))
Τώρα
Τώρα που μονάχα το δικό μου όνομα
δεν είναι στο στόμα σου
πρόσεξε τη νύχτα να μην ξεσκεπάζεσαι,
η κουρτίνα ανεμίζει σ’ όλους τους καιρούς
μα και η νύχτα είναι κρυφή∙
να θυμάσαι το χέρι μου όταν
μάζευε τις κουβέρτες από χάμω
μα πιο πολύ να θυμάσαι τ’ όνομά μου
για να μην ξεσκεπάζεσαι τη νύχτα.
*
Τώρα που το χνούδι φύτρωσε
στο μάγουλό σου
μην πεις πως ξεροκλαδιάζεται η ζωή κι ασχημαίνει
η πολιτεία έχει όνομα
και νόημα ο δρόμος∙
πότε πότε γύρνα το κεφάλι πίσω
καθώς θα πορεύεσαι.
Πότε πότε γύρνα το κεφάλι πίσω, παιδί
θα μικραίνεις την απόσταση που μεγαλώνει.
*
Όταν θα γυρίσεις θα μας εύρεις στην ίδια θέση
να καρτεράμε το αύριο,
πού και πού θα λέμε καμιά κουβέντα
για να θυμόμαστε πόσο είμαστε μεις
όσα αύριο κι αν περάσουν θ’ αναγνωρίσουμε το βήμα σου
μόνο που η καρδιά μας
μπορεί να μην έχει πια δύναμη να σκιρτήσει.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Το ’χα ξομπλιάσει το φόρεμα
μ’ όλα εκείνα τα όνειρα που δεν πρόκαναν
να πατηθούν σε μια ξέχειλη σάλα χορού,
χέρια σφιγμένα
ανάσες ενωμένες
μυρωδιές της βραδιάς
μουσική που ’χει καθένας στην ψυχή του
κι έπειτα;
Το ξημέρωμα. Λίγες ημέρες συλλογή κι ονειροπόληση
κριτική που ώρα με την ώρα θα βαραίνει
σαν πονοκέφαλος επίμονος.
Κι έπειτα τίποτα.
Το φόρεμα μάρτυρας της απιστίας του χρόνου
να περιμένει λάμποντας στην κλεισμένη ντουλάπα
αδιάφθορο, νέο κι άφθαρτο.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Πριν ξεκινήσουμε για το τείχος των δακρύων
ας σκορπίσουμε στους ασίγαστους δρόμους
τα γέλια που συγκρατήσαμε,
τους ιδανικούς εραστές που τραγούδησαν τα όνειρά μας
τις καλόπλαστες επιφάνειες του κορμιού μας
όπου συγκρούστηκαν οι πεθυμιές
κι όσα την αξιοπρέπεια τιμώντας
εγκαταλείψαμε στα κατώφλια
της περηφάνιας και του ανικανοποίητου.
Τώρα πια πίσω δεν μπορούμε να γυρίσουμε
κι η προσταγή της λησμονιάς μάς είναι οδυνηρή,
λαμπάδες στη μνήμη τους δεν ’φελεί ν’ ανάψουμε
και τα πηγάδια που στον δρόμο θ’ απαντήσουμε
θα ’ναι πηγάδια της ερήμου,
μ’ αναστάσιμα νερά δεν θα μας λούσουν.
Και τώρα ας κινήσουμε για το τείχος των δακρύων
ό,τι δεν είχαμε γνώση να χαρούμε θα θρηνήσουμε.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Όλο τον δρόμο που ερχόμουν
πολλαπλασίαζα τη χαρά της αντάμωσής μας.
Είχα φύγει πριν ξεκινήσω
με το χτυποκάρδι μου να δείχνει τον δρόμο
στην ατμομηχανή.
Περίμενα να εκραγώ
σαν ανέβηκα το τελευταίο σκαλοπάτι
της ετοιμόρροπης σκάλας.
Είχα τόσο λαχανιάσει
να τρέχω μπρος απ’ την ατμομηχανή.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Το παλιό σπίτι επισκευάζεται
καινούργιο υλικό στην κουρασμένη στέγη του
φυσικά οι χελιδονοφωλιές θα γκρεμιστούνε
στα μισόγερτα μπαλκόνια
που με τόση αλαφράδα περπατούσαμε.
Δάση γερασμένα τα πατώματα
που κι η συμπόνοια ακόμα
αρνιέται την περιπλάνησή της.
Γράμμα κι αν στείλουμε πόρτα δεν έμεινε να το δεχθεί
λουλούδι κι αν στείλουμε παράθυρο δεν έμεινε να καμαρώσει
μόνο στους μακριούς μισόφεγγους διαδρόμους του
αθόρυβα περνάει η σιωπή.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Μέσα στους ξεγυμνωμένους τοίχους
έχασα το παιδί.
Η ερημιά κι ο άντρας που κοίταζε
με τα γυαλιά και το τσιγάρο
ήταν το ίδιο.
Τα μάτια μου φωνάξανε
σα στόματα που η λαλιά τους έγινε τρόμος:
«Πού είναι το παιδί;»
κι ο άντρας βημάτιζε
σάματις και στην αγκαλιά μου δεν έθρεψε ελπίδες.
Σα βαπόρι που σφύριζε αναχώρηση
ο καπνός τύλιγε το πρόσωπό του
κι ο αντίλαλος της κραυγής μου
χτυπημένος στην αταραξία της σοβαρής κάμαρης
μου πολλαπλασίαζε το απαράδεχτο βουητό.
«Μεγάλωσε το παιδί. Μεγάλωσε το παιδί.»
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Μ’ αρέσει να κρυφακούω τα μυστικά των ανθρώπων.
«Όταν είμαστε μέσα στον κόσμο
μου φτάνει ένα ιδιαίτερο χαμόγελο
που να ’ναι μόνο για μένα.
Μου φτάνει ένα βλέμμα
που να δείχνει πως είμαι μέσα σου.»
***
«Όταν θέλω να σ’ αγκαλιάσω
αρνούνται τα χέρια μου να σχηματίσουν έναν κύκλο
κι όταν τα χέρια μου εξευτελίζουν την πεθυμιά μου
με πιότερη γνώση
απ’ τον καθωσπρεπισμό του μυαλού μου
βρίσκω χίλιους δυο τρόπους να δικαιολογηθώ
σάματις και δεν είμαι ο καθοδηγητής
κι ο αντιμαχόμενος δέχτης.»
***
«Είχες κλειστά τα μάτια
και δεν μπόρεσες να εκστασιαστείς
μέσα στην φωτοχυσία της έκφρασής του,
να εκμηδενιστείς στην τρυφερότητά του.
Απόλαψες μονάχα τον αισθησιασμό του φιλιού του
καθώς έσκυβε το κεφάλι του στο πρόσωπό σου.»
Δεν φτάνει που κρυφακούω τα μυστικά των ανθρώπων
αλλά τα λέω και σ’ εσάς.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Τα κύματα που στείλανε στο άπειρο
με τους ήχους της ερωτικής φλυαρίας
ξαναγύρισαν να ξαποστάσουν
στον ακύμαντο γιαλό.
Κι εκείνοι
εξαντλημένοι από δόσιμο
απαλλαγμένοι από νοσταλγίες και θύμησες
με τους αγνώριστους εαυτούς
ψαχουλευτά
καινούριες εμπειρίες αναζητάνε
μ’ απελπιστική βιασύνη.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Δεν σου κήρυξα κανένα λόγο
ούτε για τα «κρείττονα» σου μίλησα,
σ’ έμαθα ν’ αγαπάς τα εκατόφυλλα ρόδα
δίχως να θέλεις να μετρήσεις τα φύλλα τους
και να γυμνώσεις την καρδιά τους.
Σ’ έμαθα να κουβεντιάζεις
και σου ’δειξα τ’ άγραφα σύμβολα της φύσης.
Με ιδρώτα πολύ πότισα τις αμασχάλες σου κι ανθήσανε.
Πήρα το μερδικό μου απ’ τη χαρά της γέννησής σου
όπως το ’χε φυλαγμένο η δική μου γέννηση.
Τώρα κυνήγα μόνος το φιλί
που θα καρπίσει στην αγκαλιά σου.
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία
Ανήκει στην αδιαφορία του
στα χέρια του, όταν δεν εκδηλώνονται,
στ’ ανέκφραστα χάδια των ματιών του.
Ερωτεύεται την άρνηση
τη συντριβή της σερνικής κατάχτησης
και ψιθυρίζει.
«Να μου χαϊδέψεις το μάγουλο
σα να ’μαι ένα μικρό κορίτσι
στη μεγάλη αγκαλιά σου.
Ν’ ακολουθώ τις πλάτες σου
στη σιωπή του σκοτεινού δρόμου.»
Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964) της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία