Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Νωχελικές σκιές, βαθύφωνο φεγγάρι
και λαξευτό χαμόγελο ιώδες, γαλάζιο βυσσινί
στα μάτια τους πηγμένη νύχτα
στα χείλη λέξεις που μιμούνται λέξεις
η πόρτα κλειδωμένη πίσω τους.
Δε σας ακούω
διπλασιάστε τη φωνή σας
ίσως να φταίει ο θόρυβος του κόσμου
ίσως η αστρική σκόνη να στούπωσε το λαρύγγι σας
Ποιητικά Ρόδα της αδιάκοπης ηλιοφάνειας
άγρια τραγούδια, ζυγιασμένες προτροπές
τελευταίο επιχείρημα ο θάνατος.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Γιώργος Χατζηνάσιος & Ανδρέας Θωμόπουλος, Ξέρω δε θα ’ρθεις
(τραγούδι: Δήμητρα Γαλάνη / δίσκος: Ένα γελαστό απόγευμα (1979))
Το ξέρω
Σαν ένας πρωτόγονος θεός το ξέρω
ότι θα γράφω με το χέρι σου
θα μιλώ με τη φωνή σου
θα περπατώ με την περπατησιά σου
κοιτάζοντας με το βλέμμα σου
στις λαμπερές προθήκες των βιβλιοπωλείων
τις νέες εκδόσεις των ποιητών
όταν το άπειρο θα ξεπηδάει απ’ την καρδιά μου
και μπροστά στο αιώνιο η νύχτα θα με ντύνει.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης, Της αγάπης αίματα
(τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Μικτή Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου / δίσκος: Το άξιον εστί (1964))
Στολισμένοι
Στολισμένοι με τα αιμόφυρτα ρόδα της αγάπης
από έκθαμβα φύλλα και σμήνη εκστατικών στιγμών
προσπερνούμε ανώφελες περιοχές που σκοτώνουν τα όνειρα
γερασμένες σκιές, ξεστρατισμένες εποχές
και το φοβερό μυστήριο της σπασμένης λάμπας
κάτω απ’ τις στοιβαγμένες νύχτες όλων των ανθρώπων
γεμάτες τρύπες στουπωμένες με ξερές ψυχές
αφήνοντας πίσω μας ανέγγιχτη τη λήθη.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Απάτητος ο δρόμος στο δαιμονικό Απρίλιο
τα τελευταία όνειρα πέτρες πεταμένες
στο πιο βαθύ πηγάδι του αίματός μου
το φως ξεχνιέται παίζοντας
τριγύρω απ’ την αέρινη περπατησιά σου
από καιρό η αγάπη μας δε μοιάζει με αγάπη
αστράφτει σαν το σπόρο μες στη γη.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Νάνος Βαλαωρίτης & Βασίλης Δημητρίου, Ποια θάλασσα
(τραγούδι: Χρήστος Θηβαίος / δίσκος: Ο μεγάλος θυμός (1998))
[από συναυλία προς τιμήν του Βασίλη Δημητρίου το 2008 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών]
Η θάλασσα
Η θάλασσα διψάει μυστικό νερό, μιλάει με φωνές
πνιγμένων, πλέει στην άβυσσο του ατέλειωτου καιρού
μ’ ένα μεγάλο φέρετρο στη ράχη της από κρύσταλλο
μαργαριτάρι και σελήνη.
Κάθε Κυριακή ξεντύνεται τα ψάρια και βουλιάζει στον εαυτό της.
Η θάλασσα πεινάει ναυαγούς, με αρίφνητα νερένια χέρια
τους χαιρετά και τους καταβροχθίζει.
Συχνά όταν τραβιούνται τα νερά, εγκαταλείποντας ξεριζωμένα
φύκια και σπασμένα κουπιά, μας ξεγελάει συντριμμένη
ανάμεσα σε διαδοχικούς ροδόκηπους από κοράλλια νηνεμίας
και πίδακες πουλιών. Τότε όλα σαλεύουν,
λάμπουν και φλοισβίζουν στον ατλαζένιο κόρφο της.
Η θάλασσα ζυμώνει το θαλασσινό ψωμί μ’ αλεύρι φεγγαρίσιο,
ταΐζει αστερισμούς αιμόφυρτους
γλάρους με αμάραντες φτερούγες.
Από τη συλλογή Τα παραλειπόμενα (1985) του Γιώργου Καφταντζή
Πηγή: Γιώργου Καφταντζή / Τα ποιήματα 1940-1987 (1988)
Παλίρροια που σκέπασες την άργιλο του κορμιού μου
άρωμα που ξενυχτάς στους φράχτες των καιρών
στα μάτια σου μεσουρανεί το μενεξελί του ονείρου
σ’ αναζητάω άλλοτε σαν μαργαριτάρι βυθισμένο
κι άλλοτε σαν φωτιά στα χείλη ενός ορίζοντα
για το άνθος σου που καταστερίζεται
πηγαινοέρχεται το αίμα, βγάζουν φτερά οι μέλισσες
αναδύεσαι στάζοντας φως και καταχνιά
ζυμωμένη με τον πέτρινο αφρό του γιασεμιού
και την άλλη μισή λύπη του απείρου.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Τον βρήκε ήσυχο στη φυλακή
με ανοιγμένο τον μέγα ονειροκρίτη στη λέξη αίμα.
Επαίρονταν πως ήταν παρανοϊκός
ταξίδευε διαρκώς με το χρυσό του άρμα
μεταξύ Καλαμαριάς και μεγάλης Άρκτου.
Αγαπούσε την Κλειώ, έκπαγλος όρμος, μαγνητικό γαλάζιο
και μια νύχτα στραγγισμένη από σχήματα
τη χτύπησε με το σπαθί του γαλαξία στην καρδιά.
Εκείνη έγειρε βουβή κι έμεινε ακίνητη
για ένα δισεκατομμύριο τουλάχιστον αιώνες.
Τ’ άλλα ας μείνουν στο σκοτάδι.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Brendan Behan | Βασίλης Ρώτας) & Μίκης Θεοδωράκης, Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι
(τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη / έργο: Ένας όμηρος (1966))
Θύμηση
Θα τους θυμάμαι πάντοτε από σκιές δεμένους
στα σκοτεινά δρομάκια του Κουλέ-Καφέ.
Από τότε άλλαξαν πολλά
σβήστηκαν τα ονόματα
τα σύννεφα πνίγουν τα καράβια και τα τρένα
το αίμα τους δεν κοιμάται τρομάζει το βράδυ τα παιδιά.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Εκείνη τη γυναίκα δεν τη γέννησε γυναίκα
το αίμα της δεν το νανούρισαν πουλιά
ένας σκοτεινός εγκολπωτής φιδιών διαλαλούσε
το κομμένο κεφάλι της σε δίσκο μπακιρένιο
τριγυρισμένο χάρτινα τριαντάφυλλα
έσταζε κίτρινο χαμόγελο στον κακό αέρα
η γραμμή της ζωής, είπε κρύα κοιτάζοντας
την τρυφερή παλάμη της γελαστής κοπέλας
χορδή τραγουδισμένη από βουνίσιες ανεμώνες
στίχος περίλαμπρος που δεν ανάβρυσε ακόμα
κόβεται από νεκρό μαχαίρι νεκρής στιγμής.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Δήμος Μούτσης & Γιάννης Λογοθέτης, Με ξένο διαβατήριο
(τραγούδι: Μανώλης Μητσιάς & Βασιλική Λαβίνα / δίσκος: Μαρτυρίες (1974))
Έλεγχος διαβατηρίου
Διάβαζε σιωπηλός κοιτάζοντας
πότε τη φωτογραφία, πότε τον ταξιδιώτη.
«Ισχύει για πολλά ταξίδια μετ’ επιστροφής
και για όλες τις χώρες του κόσμου.
Πρόσωπο, ρευστό, πιθανόν ωοειδές.
Ανάστημα 1.700 μ. (φανερό το λάθος).
Χρώμα οφθαλμών, λευκό.
Κόμη, στατική.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά :
Εγκάρσια ρωγμή. Διαρρέει πίσσα.
Τοπίο με καρδερίνες.
Λάρυγξ αδρανής.
Έσωθεν επιπολάζον έλος.
Υπογλώσσιο σκουριασμένο.
Διάσπαρτα λέπια οι χαμένες ευκαιρίες».
Θάνατέ μου, είπε ο ελεγκτής
και έδωσε το σήμα να περάσει.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή
Από τότε που μ’ αγάπησες
η νύχτα στέκεται μακριά μου
σαν καράβι αραγμένο σ’ έρημα νερά
ήλιος μυστικός μεσουρανεί στη σκέψη μου
ρουφάει τα μάτια μου ως τη λήθη
έναστρος ανταλλάζω τη θλίψη με τη θλίψη.
Γυναίκα μακρινή και τρομαγμένη
από αγάλματα σπασμένα
φευγαλέα φυλλορροήματα
νεκρούς που κουβαλούν τον τάφο τους
σχισμένους ανέμους με σιωπηλά χείλη∙
άλλοτε μπαίνει ο γαλαξίας ανάμεσά μας
και άλλοτε τα καθημερινά τριμμένα μικροπράγματα
που σπαρταρούν σαν τους φαρμακωμένους σκύλους.
Εδώ σε ξετυλίγω απ’ το φως όταν σε θυμάμαι
το αίμα μου παίρνει το σχήμα του κορμιού σου
και την καρδιά σου σέρνει ένα όνειρο
με πένθιμο μανδύα χωρίς να τη σκοτώνει.
Είναι μια χώρα μακρινή με παλιούς δρόμους
και σταματημένα ρολόγια στις πλατείες
Το σούρουπο ευωδιάζει απ’ την κατατομή σου
ανίκητο ρόδο εκατόφυλλο
τυλιγμένο σκοτεινές φλόγες και λυγμούς
αυτόφωτο σκιά με τη διάρκεια του καπνού
φυλακισμένη στο υπόγειο των ονείρων.
Μακάρι να μην είχα κλάψει με τα μάτια σου
να μην είχες τιναχτεί σαν βρεγμένο περιστέρι
σε υγρό σεντόνι από άσπρες αγωνίες.
Ένα, ένα ξεδιπλώνω τα αινίγματα
τρομαγμένα πουλιά που δεν έγιναν χαμόγελα
βλέπω τα ερωτήματα των καιρών αναρτημένα
στην ελευθερία του νερού και στη δύναμη της λήθης.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991) του Γιώργου Καφταντζή