Γιάννης Καρατζόγλου, Χριστούγεννα 1956

Χριστούγεννα 1956

Φύσαγε τρελά ο Βαρδάρης στην πλατεία
κατέβαινε απ’ τα Κρούσια στον Αϊ-Δημήτρη
σήκωνε τόνους νιφάδες προς την Κόκκινη Εκκλησιά
σχημάτιζε λόφους παγωμένο χιόνι προς την Εγνατία.

Απ’ τα κοντά μπατζάκια το κρύο έμπαινε ψηλά στο σώμα
καθώς πηγαίναμε για κάρβουνα με τον πατέρα στην Ολύμπου
η σόμπα έκαιγε ασταμάτητα, να μπουμπουνίσει έλεγε η γιαγιά
βάζαμε εφημερίδες στις χαραμάδες για να φτουρήσει η θέρμανση.

Καμία νοσταλγία για τα παλιά, για τις μασίνες και τα κάρβουνα
τις εποχές της φτώχειας, του κάρβουνου, της ξυλόσομπας.
Μόνη νοσταλγία για τα παιδικά χρόνια, τα ανεπίστρεπτα,
τότε που ο νέος αιώνας ήτανε έτη φωτός μπροστά…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Advertisement

Γιάννης Καρατζόγλου, Υπνοβασίες

Υπνοβασίες

Αιώνες πριν έφηβος ονειροπόλος κατέληγε πέντε με έξι το πρωί στο σπίτι, συχνά γεμάτος ευωδιές έρωτα κι άλλοτε μετά από κραιπάλες φίλων με ρετσίνες και τσακίρ κέφι ανεβαίνοντας τις σκάλες, έπεφτε ράκος στο κρεβάτι και ξύπναγε νήφων αργά το μεσημέρι πλήρης σε πλούσια όνειρα.
Άλλοτε πάλι εν ταις ημέραις εκείναις ο ύπνος δεν ήταν παρά ένα ερωτικό πανδαιμόνιο, με σώματα ποθητά περιπλεγμένα γύρω απ’ τα νεανικά του μπράτσα κι όλη τη νύχτα η φύση του σε παρατεταμένη επανάσταση.
Τώρα κοιμάται νωρίς μετά τις δίαιτες που διατάξανε οι γιατροί, αναγκαστικά άπιωτος μετά τις τόσες ακτινογραφίες ηλεκτροκαρδιογραφήματα και εξετάσεις αίματος ακούγοντας κάθε απόγευμα ειδήσεις για μίζερα οικονομικά προγράμματα, περικοπές και μειώσεις των προς το ζην κι ανασκευάζοντας τις νύχτες τις σειρές προτεραιότητας ανέφικτων πληρωμών.
Στο ενδιάμεσο, πάντα γύρω στις τέσσερις το πρωί ξυπνάει και τριγυρνάει μέσα στο σκοτάδι παραπατώντας σαν υπνοβάτης σκουντουφλώντας σε καρέκλες και κλειστές πόρτες και πάει τουαλέτα. Ρίχνει μια πλάγια βιαστική ματιά στον καθρέφτη στην κατάντια του και σπεύδει στο κρεβάτι του να συνεχίσει ανούσια όνειρα με άδεια κύστη και φύση διαρκώς καθεύδουσα.

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Το προσδόκιμον

Το προσδόκιμον

Είμαι Βουδιστής επειδή πιστεύω στις αδυναμίες μου.
Χριστιανός επειδή ομολογώ τις αδυναμίες μου.
Εβραίος επειδή κοροϊδεύω τις αδυναμίες μου.
Μουσουλμάνος επειδή πολεμώ τις αδυναμίες μου.
Ατίκ Ραχίμι (Αφγανός συγγραφέας)

Ξέρω, το λογικό είναι να φύγω εγώ πρώτος.
Κάτι το της ζωής προσδόκιμον, κάτι η στατιστική
οικογενειακά ιστορικά, οι σπατάλες της νεότητας, οι υπερβολές
εκεί οδηγούν με ακρίβεια, εκεί θα καταλήξουν.
Όμως σε όνειρο, ευτυχώς μεσημεριάτικο, είδα πως εσύ έφυγες
κι εγώ είχα κατακλυστεί στο κλάμα και με δάκρυα ωκεανό
σε ξεπροβοδούσα.

Ξύπνησα κάθιδρος, κατάλαβα τι είχε γίνει κι άρχισα να παρακαλάω
τον Βούδα στην αρχή, τον Γιαχβέ, ύστερα τον Χριστό
κατόπιν τον Μωάμεθ, τον Δία τον νεφεληγερέτη, τις μάνες τους
και τις γυναίκες τους κι ύστερα κάτι Αγίους της πατρίδας μου
οσίους, μάρτυρες και νεομάρτυρες, ντερβίσηδες και σεβαστούς ραβίνους
εγώ να φύγω πρώτος όταν έρθει η ώρα, στιγμή μη μείνω με την απουσία σου
μετέωρος μη μείνω με την ανάσα σου να αιωρείται γύρω μου, τη ματιά σου
να με χαρακώνει όταν κάνω ζαβολιές, τη μνήμη σου που θυμάται
τα πάντα όταν σου λέω ιστορίες παλιές, μη μείνω τέλεια απέραντα
απόλυτα
έρημος.

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Τα παιδικά χρόνια

Τα παιδικά χρόνια

Γιατί στην ξενιτιά γράφεις συνέχεια για τη μικρομέγαλη πατρίδα σου, ρώτησε κάποια στιγμή φωναχτά τον εαυτό του. Τι είναι αυτό που σε προκαλεί να βασανίζεις εμμονικά τη μνήμη σου κάθε ώρα και στιγμή; Η θύμηση της υγρασίας της παραλίας, οι απρόβλεπτες καταιγίδες της, τα μουντά της απογεύματα, οι πηχτές της ομίχλες πάνω από τον κόλπο ως τον Όλυμπο, η θάλασσα που παγώνει σαν γιαούρτι τις μέρες του χειμώνα; Δεν θυμάσαι την ακινησία της εκατό χρόνια τώρα, τους σφιχτούς ανθρώπους της, τους μπαγιάτηδες, τους εκμεταλλευτές, τους νεόπλουτους, τους θρησκόληπτους, τους Παυλοκαταραμένους;
Και ένα πρωί του ήρθε φως εξ αποκαλύψεως. Δεν γράφει για την πόλη: τα παιδικά του χρόνια αναμιμνήσκεται, τώρα που αναχωρεί σιγά-σιγά. Γιατί στο κάτω-κάτω τα παιδικά μας χρόνια είναι η μεγάλη μας πατρίδα. Το ωάριο και το σπέρμα της ύπαρξης, τα χρόνια της αιτίας τα αθώα του λαβυρίνθου, τα βότσαλα της μοναδικής μας ακμής, ο χώρος του χρόνου του πρώτου λόγου και η θητεία στο απλό, το ήρεμο, το ύφος μιας ανεξερεύνητης ποίησης μέσα στον Κλύδωνα της πλατείας Δικαστηρίων, τις συμμορίες του πετροπόλεμου με την απέναντι Μητσαίων, τα χρώματα της κάτω πλατείας και των μεγάλων δρόμων. Πατρίδα μεγάλη κι απαράμιλλη και αποκλειστική εκείνα τα χρόνια τα μοναδικά, τα ανεπανάληπτα, και η μεγαλύτερη αλάνα η μνήμη τους…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Προφητεία

Προφητεία

Θα αγαπηθούμε τρυφερά με έναν ύστερο έρωτα διαρκείας
θα περπατάμε χέρι-χέρι στις υγρές όχθες των καναλιών
στην ξένη πόλη που θα διαλέξεις να γεράσουμε
θα συμφωνούμε στα σημαντικά, θα μαλώνουμε για ασήμαντα
θα κοιμόμαστε γυμνοί κάτω από τα χοντρά παπλώματα…
Μια νύχτα έρωτα θα ανακαλύψεις πως σου φύτρωσε
ένα μικρό, πολύ μικρό τριαντάφυλλο στο στήθος.
Θα πάμε μαζί παντού για να το ξεριζώσουμε εις μάτην
αυτό σιγά-σιγά θα γίνει ολάκερη τριανταφυλλιά
απλωμένη σ’ όλο το αίμα.

Στο τέλος θα μου φύγεις ένα πρωί μέσα απ’ τα χέρια μου
για επέκεινα
και δεν ξέρω μέσα στον σπαραγμό το άψυχό σου σώμα
πού να βρω σαρκοφάγο να το εναποθέσω και σμίλη
για να χαράξω σε επιτύμβια στήλη τον πόνο και τα δάκρυα…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Όνειρα επιστροφής

Όνειρα επιστροφής

Να βρίσκαμε λέει μια ήσυχη γωνιά, ένα αέρινο παγκάκι
στου πάρκου την ομίχλη να τυλιχτούμε όπως παλιά στην παραλία
κοντά στην υγρασία της θάλασσας χειμώνα μήνα και γιορτές
πίσω απ’ τα βουβά αγάλματα ν’ αγκαλιαζόμαστε απ’ την πάχνη…

Να βρίσκαμε πάλι μιαν ήσυχη αμμουδιά, χρυσό κολπίσκο
να καίει επάνω μας ιδρώνοντας αχόρταγα το μεσημέρι
μες στα λευκά εκκλησάκια να προσεύχονταν αχόρταγα οι καρδιές
μια ημερήσια εκδρομή με σώματα γλυφά σαν αρμυρίκια…

Μετά να βρίσκαμε ήσυχα γρασίδια να πλαγιάσουμε ονειρογέννητοι
Απρίλη μήνα που αναστατώνονται ανθρώποι και θεοί
και Πάσχα ιλαρό να προσκυνούν τα σώματα την άνοιξη, το δείλι.

Να βρίσκαμε στο τέλος κάτι μεγάλες καστανιές να ξαποστάσουμε
τα χρόνια φύγαν στα βουνά και στις απάτητες κορφές
έστω και τώρα μες στις φτέρες σιωπηλά να συνεχίσουμε
ό,τι αρχίσαμε δεκάδες χρόνια πριν και που τελειώνει…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Οι πρόσφυγες

Οι πρόσφυγες

Κατακλύζουν οι πρόσφυγες τον φαρδύ δρόμο
από τη Βενιζέλου στο Διοικητήριο, τα Παλιατζίδικα και τη Χαλκέων,
Αλκαζάρ, Καραβάν Σεράι, Κολόμβου, Αντιγονιδών.
Συνεννοούνται με κάτι γλώσσες ακατάληπτες, κακόηχες
στριμώχνονται στα τηλεφωνεία και στα μπακάλικά τους
στέλνουν συνέχεια δέματα κι εμβάσματα στη μακρινή πατρίδα.
Στην κάτω πλατεία δυο αστές κυρίες σχολίαζαν τη γλώσσα τους
το παχύ λάμδα, το χοντρό σίγμα, τις καταλήξεις τους
κι αναρωτιόνταν φωναχτά γιατί δεν ομιλούν ελληνικά
τώρα που ήρθαν στην Ελλάδα, γιατί δεν γίνονται Έλληνες
γιατί επιμένουν να διατηρούν δεσμούς
με εκείνες τις απαίσιες, αλαργινές, μαυριδερές πατρίδες…

Χρόνια για χρόνια όταν φτάσαμε ήμασταν αλλόγλωσσοι τουρκομερίτες
στα ίδια μέρη: Βενιζέλου, Διοικητήριο, Παλιατζίδικα, Χαλκέων,
Αλκαζάρ, Καραβάν Σεράι, Κολόμβου, Αντιγονιδών
με κάτι γείτονες περίεργους που μίλαγαν ισπανικά.
Άλλοι μιλούσαμε τούρκικα, άλλοι τσερκέζικα, ρώσικα, ποντιακά
Μικρασιάτες, Κιρκάσιοι, Λαζοί, Καραμανλήδες, Προυσαλήδες
μαυριδεροί κι εμείς, με παχιά λάμδα και σίγμα χοντρό
με μόνη διαφορά πως η δική μας πατρίδα ήτανε πια κατακτημένη
και όλοι οι συγγενείς με την ψυχή στο στόμα ήρθαν «οίκαδε»
οριστικά πια πρόσφυγες, αμετάκλητα, τελεσίδικα.

Μόνο που εμείς δεν είχαμε πού να στείλουμε δέματα…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Οι κοκόνες της πατρίδας

Σταύρος Ξαρχάκος & Νίκος Γκάτσος, Μπουρνοβαλιά
(τραγούδι: Σωτηρία Λεονάρδου / δίσκος: Ρεμπέτικο (1983)

Οι κοκόνες της πατρίδας

Γύρισα σκονισμένος από το χώμα της πατρίδας με το οπτικό νεύρο γεμάτο ατέλειωτες φυτείες με σύκα, καπνά και παπαρούνες και το σόι ανυπόμονα περίμενε να εμφανίσω τις έγχρωμες αποδείξεις του προσκυνήματος για να δουν πώς ήταν, χρόνια μετά τον χαλασμό, τα σπίτια που αφήσανε, τα μποστάνια, τα αμπέλια στα τσιφλίκια τους, οι μπαξέδες όπου πηγαίναν τσαϊράδα ως έφηβοι, οι μαχαλάδες όπου σεργιανούσανε παιδιά κι αργότερα κάνανε τσάρκες στο μεϊντάνι. Μαζεύτηκε όλο το σόι να δει «τσι φωτογραφίες» και να εξηγήσω λεπτομερώς τι απεικονίζει η καθεμιά. Ήπιαμε καφέ, ακούσαμε στο πικάπ την Μπουρνοβαλιά οπότε εξαντλήθηκε η υπομονή τους και φώναξαν, έλα γιαβρί μου, έλα τζιέρι μου, άιντε πασά μου να μας τα πεις, μας μπαΐλντισες, δεν νταγιαντάμε πα. Λοιπόν, άρχισα να εξηγώ, εδώ είναι το κονάκι του τάδε, πίσω απ’ τον ψηλό αυτό μαντρότοιχο το σπίτι του δείνα, αυτό το σοκάκι οδηγεί καρσί στη φάμπρικα που έμεινε όρθιο μόνο το φουγάρο της, εδώ η πλατεία του χωριού, αυτά τα χαλάσματα το παλιό ταμπάκικο. Κι έπειτα πλάκωσαν οι ερωτήσεις: παίζουν ακόμα αμάδες τα παιδιά; το καρακόλι είναι ακόμα κοντά στην εκκλησιά; φέρνουνε πάντα παιχνίδια στσι γιορτές; κι άλλες κι άλλες… Ήτανε όλες οι θειες παρούσες κι απ’ τα μάτια τους έτρεχε συνεχώς κόκκινη λάβα: η θεία Δωροθέα, η Αυρηλία, η Ευανθία, η Μυρσάνθη, η Μαριάνθη, η Μυρσίνη, η Θελξιόπη, επτά γυναίκες, επτά χήρες. Πού ήταν οι άντρες τους; Ο θείος Σωκράτης, ο θείος Λάζαρος, ο θείος Δημοσθένης, ο αδερφός του ο Περικλής κι οι άλλοι; Σε ποιων ηπείρων και ποιων ουρανών τα καλντερίμια ταξίδευε η ψυχή τους;
Εξαίφνης στα κάγκελα του μπαλκονιού άρχισαν να έρχονται ένα-ένα κάτι αγριοπερίστερα. Άλλα ολόλευκα, άλλα μαυριδερά, άλλα με γκρι φτερούγες. Ζυγιάστηκαν στα κάγκελα κι ήταν σαν να παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη συγκέντρωση. Μας κοίταξαν με εμφανή περιέργεια αρκετή ώρα και ξαφνικά, σαν να τους δόθηκε σύνθημα αόρατο, πέταξαν και τα επτά όμορφα περιστέρια ψηλά στον ουρανό…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Ο χρόνος (από τη συλλογή «Εγγραφές κλεισίματος»)

Ο χρόνος

Ο χρόνος είναι χρήμα
Ο χρόνος είναι κλίμα
Ο χρόνος είναι σήμα
Ο χρόνος είναι κύμα
Ο χρόνος είναι σχήμα
Ο χρόνος είναι μνήμα
Ο χρόνος είναι ποίημα…

Σαν μανιασμένοι λύκοι χύμηξαν οι χιλιάδες αγανακτισμένοι διαδηλωτές προς τη Μεγάλη Πλατεία. Κρατώντας στα χέρια τους σφιχτά κασμάδες, σφυριά, σκεπάρνια, τσεκούρια, αυτοσχέδιους κόφτες, πριόνια, βαριοπούλες και καλέμια, συγκεντρώθηκαν γύρω απ’ το κατάλευκο μνημείο κι άρχισαν να το τεμαχίζουν όπως-όπως αποσπώντας μικρά και μεγάλα τεμάχια απ’ το σώμα του και φεύγανε κρατώντας ο καθένας το δικό του μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι μάρμαρο.

Στο μεταξύ κατέφθασαν οι κάμερες των τηλεοπτικών συνεργείων κι όσο περνούσε η ώρα οι διαδηλωτές πληθαίνανε ενώ στις μικρές πόλεις των επαρχιών οι τηλεθεατές παρακολουθούσαν εκστατικοί και με φθόνο. Πηγές της αντιπολίτευσης προέβησαν σε δηλώσεις που ανάγκασαν τον Υπουργό Τάξεως και Πειθαρχίας να κάνει ανακοινώσεις, τονίζοντας ότι η αστυνομία δεν θα επέμβει διότι προτιμά μερικά σπασμένα μάρμαρα από ένα σπασμένο κεφάλι.

Πέρασαν τρεις ώρες και ανάμεσα στους καπνούς των καπνογόνων οι αμερόληπτες κάμερες κατέγραψαν την εικόνα του τι είχε απομείνει: μόνον η μεταλλική βάση του αγάλματος και η μπρούτζινη επιγραφή επάνω της με τον τίτλο του μνημείου που έγραφε «ΧΡΟΝΟΣ».

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Μακριά απ’ τον Πολιούχο

Μακριά απ’ τον Πολιούχο

Ξυπνά αιφνίδια με μιαν αίσθηση στέρησης, βροχερό πρωί, ανήμερα Αγίου Δημητρίου ψηλά στα ξένα.
Εδώ ξημερώνει απόλυτη σιωπή. Καμιά καμπάνα δεν ηχεί ούτε μεγάφωνα, επίσημη έπαρση σημαίας, κατάθεση στεφάνων εκ δάφνης, δεν έχει όρθρο εδώ, επίσημη δοξολογία με χρυσοποίκιλτα άμφια, ιερά αγρυπνία, λιτάνευση της Εικόνας του, μπάντες του στρατού να περιδιαβάζουν γειτονιές, όλη η πόλη να γιορτάζει εωθινά εσπερινούς και παρακλητικούς κανόνες, ούτε στρατιές πιστών να ανεβαίνουν προς τον ναό περιμένοντας το θαύμα Του ούτε ομοβροντίες ακούγονται απ’ το Επταπύργιο ούτε το δείλι τριγυρίζουν τις γειτονιές φωτεινές λαμπαδηφορίες.
Απ’ τον βυθό της μνήμης ανασύρει παρελάσεις σε ευζώνους και μακεδονομάχους στον φαρδύ δρόμο, σμήνη αεροπορικά να διασχίζουν τον ουρανό, εύσωμους λοκατζήδες και ναυτάκια, πυραύλους Τίμιος Τζον και να αναμειγνύονται άσματα νικηφόρα «περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός» με «εχθρών τα φουσάτα περάσαν» και απολυτίκια «μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις» και «δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος» ενώ η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς Παύλος στέκει αυστηρός πάνω στο άσπρο άτι του και πίσω ο Διάδοχος, οι πριγκίπισσες και οι επίσημοι.
Κι εκείνος είναι αμούστακο δώδεκα χρονών και, ενώ ο Μυροβλύτης δεν τον μυροβλύει, το βράδυ σβήνει πια με τους 21 άηχους κανονιοβολισμούς του Γεντί Κουλέ κι ο χρόνος, αυτό που λένε και Ιστορία, έτρεχε σαν τίγρης, κάλπαζε, πηλάλαγε ίσαμε να τον φέρει μακριά, στα πέρατα της μνήμης, στη μεγάλη νύχτα όπου χοροστατεί ο τελικός κριτής ανάμεσα σε βουβά απολυτίκια…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Λουτράκι

Λουτράκι

Άλμπουμ οικογενειακό: φωτογραφία πάνω σε ένα αμαξάκι, παϊτόνι με μαύρο άλογο, Λουτράκι. Μητέρα, πατέρας, το ζεύγος Βαράνου κι εγώ με μαύρα γυαλιά και κοντό λευκό πανταλονάκι, πηγαίνουμε στις «Πηγές.»
Πενήντα χρόνια μετά, ψάχνω μαζί μ’ εκείνη να νοικιάσουμε ένα κατάλυμα στο Λουτράκι. Γυρίζω πίσω στα παλιά, όπως κάνουν όλοι σε παρόμοιες ηλικίες. Μπαίνουμε στην πόλη, ζητώ να αναγνωρίσω σημεία και αισθήσεις του ’50 τότε που τον δυνατό νοτιά στην πόλη τον λέγαν «καρεκλάτο». Η κεντρική πλατεία είναι σχεδόν η ίδια, μόνο που τώρα μου φαίνεται μικρή, ολίγιστη. Προχωράμε προς το Καζίνο, έχει γίνει πια ακριβό ξενοδοχείο. Ψάχνω να βρω μπακλαβάδες Καζινό Καμπόση, δεν υπάρχουν. Τότε μου έρχεται σαν φλας ο Καραγκιόζης. Κοντά στην πλατεία, μπαίναμε από μια μικρή πόρτα που οδηγούσε σ’ έναν διάδρομο κι ύστερα βγαίναμε σε μια αυλή με μια τεράστια κληματαριά κι ολόγυρα γαζίες και γιασεμιά και στο βάθος το μαγικό σεντόνι κι οι φιγούρες με την επιγραφή «Ο Καραγκιόζης του Καρεκλά».
Μ’ άφηνε ο πατέρας εκεί κατά τις εννιά κι ερχόταν να με πάρει στις δέκα και μισή που τελείωνε η παράσταση. Εμείς, όλα τα παιδιά-παραθεριστές της πόλης, βγαίναμε γελαστά και χαρούμενα μπροστά σε δεκάδες γονείς που περίμεναν. Μετά ο πατέρας με πήγαινε να φάμε στα Ρεπάκια με τα ασπροντυμένα γκαρσόν και τα ολόλευκα τραπεζομάντιλα κι ύστερα σπίτι για ύπνο.
Δεν υπήρχε βέβαια πλέον τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε ίχνος από Καρεκλά ούτε από Ρεπάκια. Παρ’ όλα αυτά με εκείνη στήσαμε το σπιτικό μας για μερικά καλοκαίρια και ζήσαμε τη ζωή μας με ολόγιομες τις μνήμες μου να της τις διηγούμαι στη βεράντα κι εκείνη να παρασέρνεται. Ακόμα βλέπω κάθε τόσο τη βεράντα μας δίπλα στις παλιές ράγες του οτομοτρίς που κοίταγε τη θάλασσα και μακριά τον Ισθμό, τις Κυριακές που κατεβάζαμε τις τέντες και παίρναμε το πρωινό μας με το ζεστό ψωμί της γειτόνισσας και το απόγευμα το τούρκικο καφεδάκι.
Τώρα οι μόνες μνήμες που με παρασέρνουν σε ένα λυγμό είναι εκείνα τα δυο χρόνια στο «σπίτι μας». Μακριά, πολύ μακριά, μισοσβησμένα είναι πια το Καζινό Καμπόση, τα Ρεπάκια κι ο Καρεκλάς. Μόνο το δέρμα της άσβηστο, μαυρισμένο απ’ τον ήλιο στα βοτσαλάκια της παραλίας κι οι νύχτες μας γεμάτες ποίηση και έρωτα στα τελευταία μας καλοκαίρια.

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου

Γιάννης Καρατζόγλου, Έρωτας μουσαφίρης

Έρωτας μουσαφίρης

Μουσαφιραίοι ερχόμαστε, παιδί μου
μουσαφιραίοι φεύγουμε από τον ντουνιά
έλεγε η μάνα για τη ζωή κι εγώ δεν καταλάβαινα.

Ερχόμαστε και φεύγουμε για έναν λόγο
μου εκμυστηρευόταν όταν μεγάλωσα
για το ένα και μοναδικό τρατάρισμα της ζωής
τον μέγα έρωτα τον εξοντωτικό
τον ανάριθμο τον μέγα αμαρτωλό
εκείνον που θρύψαλα απ’ τον πόθο προσκυνάμε
τον χουβαρντά τον ασίκη το αλάνι

αλλά κι αυτός δεν είναι παρά ένας ακόμα μουσαφίρης.

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017) του Γιάννη Καρατζόγλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Καρατζόγλου