Ζωή Καρέλλη, Η στενή πύλη

Η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) στη Θεσσαλονίκη

Η στενή πύλη

(Αψίς Γαλερίου, Θεσσαλονίκη 1959)

Ονομασία της οδού Εγνατία,
από Βασιλευούσης μέχρι Δυρραχίου
δόξα του Βυζαντίου
στην πατρίδα, τότε,
«περικλεεστάτη, λογία, πρεσβυτάτη»
αυτή έχει μείνει, τώρα,
απομεινάρι της απέραντης κυριαρχίας,
της αχανούς επικράτειας.
Καθώς έχει διανοιχτεί, κοινή,
πόλης αρκετά μεγάλης, βέβαια∙
με τις καινούργιες πολυκατοικίες,
τα φαρδιά πεζοδρόμια, δε στερείται
σημασίας τούτη της πολιτείας η αρτηρία.
Άλλη όμως η δική μου αφετηρία,
απ’ όπου προσπαθώ να ξεκινήσω,
προς τα πίσω οδεύοντας.

Γνώση της ιστορίας, της μοίρας
του Ελληνισμού φιλοδοξίες
και κάποιες ευτυχισμένες του έθνους στιγμές.
Είσοδος του Ελληνικού στρατού,
ελευθερία τη μέρα της γιορτής του Πολιούχου.
Παρελάσεις, ζητωκραυγές,
ύστερα, οδομαχίες, φωτιές…

Μακραίνουν, μικραίνουν οι ενθυμήσεις, οι διηγήσεις,
η πραγματικότητα έχει αλλάξει
και σου εμποδίζει τη φαντασία
ο δρόμος ευρύς, καλοστρωμένος
προκαλεί νόμιμη αδιαφορία.

Μνήμη αχνή, παιδική,
όταν η αψίδα του Γαλερίου
με τα τριμμένα, γεμάτα σκόνη ανάγλυφα,
κατείχε το χώρο, επιβλητική
και σ’ αυτή γύρω, συγκεντρωμένα
τα μικρομάγαζα και τα πιο μεγάλα
καταστήματα, κάπως καινούργια, τότε –
τα μεγάλα σπίτια με τις κλεισμένες,
αρχοντικές αυλές και τα μικρότερα,
όλα τριγύρω στην Καμάρα.
Εκεί γύρω, πυκνώνονταν οι συνοικίες μας,
ημών των υποτελών μαζί κι οι εκκλησιές μας.

Νοσταλγία. Πώς αισθανόσουν, τότε,
τον εαυτό σου, μέσα στην πόλη σου!
Βεβαιότητα για τα γνωστά, στέρεα πλαίσια.
– Σχεδόν τίποτα, δεν έχει απομείνει
απ’ την παλιά Θεσσαλονίκη
με τους αυστηρούς της αστούς.
Παρατηρώ την παραμερισμένην αψίδα
του Γαλερίου, αυτοκράτορος των Ρωμαίων,
έτος 300 περίπου μ.Χ.
Προς το δείλι,
σκιές κυανές και οι ρόδινες
προσέρχονται απ’ τα γύρω στενορύμια,
αυτές προσθέτουν τη μουσική
ασύλληπτων ήχων στο αρχαίο μνημείο.
Ανάβουν ύστερα, ηλεκτρικοί γλόμποι,
μάλλον φτωχικοί.
Ώσπου,
πάνω απ’ τα σπίτια της πόλης,
να υψωθεί η σελήνη μαγεύουσα.
Αυτή αφήνει να φανερωθεί η σιωπηλή κουστωδία:
στρατιές, οι αρχοντικές παραστάσεις,
οι μάχες, δηώσεις, σφαγές.
Πού να περάσουν όλες αυτές
οι μεγάλες ιστορικές ώρες, να χωρέσουν
φοβερές και ογκώδεις, οι τρομερές κραυγές
θριάμβου και πόνου, τώρα φανταστικές,
κάτω απ’ το χαμηλό τόξο, που βαστά
τη μεγαλοπρέπεια τόσου βίου,
με μικρή πια την επιβολή!

Εγνατία Οδός
κι εσύ της Αψίδας πύλη στενή,
προς το μέλλον της μνήμης πορεία,
της ψυχής οδηγία διαρκής.

Θεσσαλονίκη 19…

Πότε το σώμα θα ξυπνήσει,
στην πάσα του Θεού αγάπη και σοφία,
τ’ όνειρο πότε θα εξηγήσει τη ζωή;

Παράκληση και η ανάκληση, η θαυμαστή
του ανθρώπου δύναμη κι αδυναμία άδολη,
επίμοχθα σ’ έχω αποζητήσει.
Ανήσυχος, πλανώμενος, μόνος
ή μ’ άλλους εγώ μαζί, εγώ,
περήφανος και ταπεινός,
με φοβισμένο θαυμασμό, απλός
ο μετρημένος και περίπλοκος άνθρωπος
ζητώ κι ως φαίνεται τη δύναμη δεν έχω
συγκεντρώσει κι εκείνον τον καημό,
μες στον περίβλεπτο ναό της πόλης
και πατρίδας μου τον κόρφο,
ονομαστή της πάνσεπτης Σοφίας οικοδομή,
εκεί να προσπέσω, ν’ αποκοιμηθώ
και ν’ αναβλέψω,
να ξυπνήσω, όπως πρέπει,
σε προστασία, σκέπη κι ανάπαυση.

Όψη της Πλατυτέρας, στην πάγχρυση Κόγχη,
συμπαραστάτις, η συμπονούσα, «γέφυρα
η μετάγουσα από την γη στον ουρανό»,
Συ, η των δύο μετέχουσα, πλησιφαής,
το διφυές μυστήριον γνωρίζουσα
και σιωπώσα την ιερή σιωπή!

Της γης κάποτε η θεά γονιμοτάτη,
το τέκνον που σου αφήρεσαν σε υποχθόνια
βάθη και ξέσπασες σε θρήνους γοερούς
που κι οι θεοί τους φοβήθηκαν.
Όμως, όταν σταυρώσαν τον Μονογενή,
του κόσμου έαρ το γλυκύτατον,
τότε, απόμεινες αμίλητη,
του πόνου η ευλαβεστάτη,
Μητέρα απειράριθμη, απέραντη,
η καθημένη στο θρονί και η προσβλέπουσα
το φως του κόσμου η κρατήσασα
«ως νήπιον νέον τον προ αιώνων Θεόν»,
τον κόσμον η κινήσασα προς νέαν αρχήν,
της γυναικός περιβληθείσα δόξα την απτόητη.
Φέγγει από Σε ο ισχυρός, βαρύς ναός,
κίονες και πεσσοί, οι σκοτεινοι
κι ορθοί, πνευματικά ορθούμενοι,
λάμπεις και ο ναός σε καταλάμπει
και Σε κρατεί η του Θεού Σοφία,
στην καρδιά της πόλης Θεσσαλονίκης,
«Επισημοτάτης».

Μικρά σκεπτόμενος, ο άνθρωπος εγώ,
πρέπει ν’ αρχίσω πάλι, στους δρόμους
περιδιαβάζοντας της πολιτείας, αγαπητής,
όπου ανήκω
κι έχω ακολουθήσει
σκολιάς οδούς κι έχω χαθεί και αρνηθεί
κι έχω παραιτηθεί και πάντα ξαναρχίζω,
ζητώντας την αρχή, και την επιστροφή
στους κόλπους της ορθοδοξίας, καθώς
τόσο με παιδεύουν οδηγίες πολύμορφες,
υποφέρω, δίχως να φέρω την υποταγή∙

το εναντίον, την αποστροφή του πόνου
δοξάζω, αντί τον πόνο των ανθρώπων να ομολογώ.
Βρίθει κι έβριθε στους δρόμους της πόλης,
γεμάτους αίματα και κοπριές.
Κράζω, ως πότε θα θεριεύει η τιμωρία;
Τόσες οι αμαρτίες μας, οι προσβολές
και οι αρνήσεις οι κρυφές και φανερές!
Κι έξαφνα, καθόλου δεν τις βλέπω,
τις προσταγές Σου δεν ακούω,
το ύψος δεν αισθάνομαι Σου.
Τι γίνεται ο άνθρωπος δίχως το νόημά Σου;
Προσκυνητής, αναζητώ κανόνα προσφυγής
τον τρόπο κι άλλους δε βρίσκω τρόπους
για να γρηγορήσω, παρά
ως έχω μάθει και διδαχτεί, ζητώ
σε όνειρο να μου δοθεί η χάρη
της παρουσίας Σου εντός μου.
Τους εφιάλτες ν’ απεκδυθώ των ημερών
που μ’ αποσπούν και με χωρίζουν,
απ’ το εφήμερό μου σχήμα ν’ αφαιρεθώ
και να εξηγηθώ στην ιστορία
της «περικλεεστάτης» πατρίδος μου
Θεσσαλονίκης.

Να επισκεφτώ
στον δρόμο, τον παράμερο ναό
του Αγίου Αντωνίου, βιώσαντος στην έρημο.
Με κατατρύχουν πειρασμοί διπλοί και δίχρονοι,
οι δίβουλοι, δισυπόστατοι, πολλοί
και τερατόμορφοι, πολύηχοι, με διπλοκεφαλές,
με γλώσσες τις διχαλωτές, λαλούν
του κόσμου όλες τις γλώσσες.
Και τις ακούω, εννοώ και μεγαλώνει μου
η ακοή κι είναι απρόσιτη η αναχώρησή μου,
γίνεται περιττή, όταν έρημος δεν υπάρχει
να δεχτεί, εκείνη την ερήμωση ψυχής
που περιφέρω.
Και πάλι, ούτε κατέχω,
ύστερα, την απελπισία κι απορώ
γιατί ποτέ την έχω φανταστεί,
αφού έχω τη δύναμη να γεωργήσω
τας ερήμους, μόνο του πνεύματός μου
την ξηρότητα δεν μπορώ να καρπίσω.
Στου σώματός μου την πυκνότητα,
βλέπω διπλό το νόημα του κόσμου,
ρωτιέμαι, ποιος ο εαυτός μου,
συ, των παράφορων ψυχών ο ιατρός
δεν μένεις βοηθός μου.

Μακριά δεν είναι η εκκλησιά, όπου
η θεοσεβής μητέρα μου πήγαινε τακτικά,
στη Γοργοεπήκοο ή την ελπιδοφόρο Δεξιά.
Παλιά κι η άλλη εκκλησία, γλυκιά η Γρηγορήτρα
«η Παναγούδα» ως την αποκαλούσαν
η μάμμη, η προμάμμη, όλες γυναίκες
φιλόθρησκες, σεμνές και σοβαρές,
στέκονταν στα στασίδια και προσεύχονταν
τις κατανυκτικές τους επικλήσεις,
αγνές, συνεσταλμένες έψαλλαν
παρακλήσεις μικρές και τις μεγάλες
δεήσεις, αγιασμούς και ωραία τροπάρια,
στις αγρυπνίες, ολονυκτίες κι άνοιγαν
τα κλεισμένα παρεκκλήσια για ευχαριστίες,
υπέρ υγείας αγαπημένων προσώπων
όταν ασθενούσαν και διάβαζαν ευχές∙

κι όταν υπέφεραν, προσέτρεχαν,
επιμελώς
εκοίταζαν και μάθαιναν τη σοβαρότητα
της μορφής Σου, Υπεραγία, «των θλιβομένων η χαρά»,
διδάσκονταν την εγκαρτέρηση της έκφρασής Σου
την οδυνηρή χαρά. Τώρα, Σεπτή, είναι
μεγάλη η επιβουλή και η ευλάβεια μικρή
κι η πίστη παίρνει άλλη δύναμη.

Μένει κλειστή η πύλη, καθώς
κανείς δε σκέφτεται να την ανοίξει,
όπως εκείνη η μητέρα που ζήτησε και πήρε
το κλειδί, από το εκκλησάκι του Σωτήρος,
και ’τοίμασε την τελετή, ευχαριστίες
να προσφέρει για τη σωτηρία
του μικρού παιδιού. Την είδες στ’ όνειρό της
κι όχι μόνο αυτή, συγγενείς και φίλοι άλλοι
είδαν κι έβλεπαν όνειρα κι άκουγαν κρότους
μυστικούς κι ανακαλύπτονταν ναοί
αγίων και μαρτύρων κι οι εκκλησίες
ήταν μέσα στις κατοικίες των ανθρώπων
κι οι κατοικίες των ανθρώπων βρίσκονταν
γύρω σ’ αυτές, αυλές πλατύτατες,
περιοχές χριστιανικές, προφυλαγμένες.

Οδός η Εγνατία της πόλης Θεσσαλονίκης
είναι διανθισμένη απ’ αυτές,
Άγιος Αθανάσιος,
η Παναγία των Χαλκέων, περίκαλλη,
σαν άνθος λαξευμένη, η Αχειροποίητος,
κάποτε τουρκεμένη κι ενδόξως επιστραφείσα,
όπως του Μυροβλήτη η περίβλεπτος βασιλική.

Ανοδικοί οι δρόμοι προς τα εκεί,
σ’ αυτούς κτισμένοι ναοί μικροί κι ευρύτεροι,
της πόλης κόσμημα λαμπρό,
της Λαοδηγητρίας και της Αγίας Αικατερίνης,
του προστάτου των ορφανών Δαυίδ του Οσίου…

Και προς τα τείχη της πόλης μου η πίστη
των προγόνων με υψώνει, αγάπης άνθιση.
Η άνοδός μου όμως δύστροπη
κι άγνωστη μένει μου η παραδοχή.

Αιώνια των πραγμάτων η μορφή
που μεταλλάζει, χάνεται για να ξαναβρεθεί
ακόμα και στην άρνηση
έξοχη μνήμη μ’ ακολουθεί.

(Αυτού παρέμεινε η εξομολόγηση του ζητήσαντος τη χάρη της Εγκοίμησης και μη αξιωθέντος την δωρεάν οράματος.)

Από τη συλλογή Το σταυροδρόμι (1973) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Προλήψεις

[Ενότητα Ημερολόγιο (1955-1973)]

94
προλήψεις

Πάντα παίρναν το ίδιο παγωτό,
κρέμα με φρούτο,
όσο βάσταξε τ’ ωραίο εκείνο καλοκαίρι:
χαμόγελα και βλέμματα
κι ο ενθουσιασμός ειλικρινής.
Ο ήλιος ήταν δυνατός, πλούσιο το φως
γι’ αυτούς που συμφωνούσαν διαρκώς.

Μια μέρα, ζήτησε αυτός πραλίνα,
εκείνη δεν είχε προφτάσει
αυτή του την επιθυμία να συμμεριστεί.

Όταν φέραν το δίσκο με τα παγωτά
σε χρώματα διαφορετικά,
σφίχτηκε η καρδιά της,
αισθάνθηκε τη διαφορά της.

Προληπτική δεν ήταν, όμως,
αίφνης κατάλαβε τη σημασία της πρόληψης:
Όταν τα γεγονότα δεν τα προλαβαίνεις
κι αυτά, ήδη ετοιμασμένα, συμβαίνουν
και μαρτυρούν τα κρύφια συμβάντα.

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ζωή Καρέλλη | Τα ποιήματα, τόμος Β’ (1973)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Ημερολόγιο (34)

[Ενότητα Ημερολόγιο (1955-1973)]

34

Ο Κυρ-Βοριάς είναι σκληρός,
όταν υψώνεται σφοδρός και παγερός
μπροστά σου.
Το πρόσωπο σου αρπάζει
με την τραχιάν αναπνοή του
και σου αλαλιάζει τα χέρια.

Βάζει τα βίαια κι απότομα σκέλη του,
ανάμεσα στα δικά σου,
εμποδίζει τους ώμους με τα ψυχρά δάκτυλά του
και σου βουίζει στο κεφάλι ηχηρές διαταγές.
Σε ταράζει, πληθαίνει, αυξαίνει,

όμως, έξαφνα, μπορεί να κοπάσει,
να εξαφανιστεί
κι εσύ ν’ απορείς για όλα
όσα έγιναν την ώρα της πάλης.

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ζωή Καρέλλη | Τα ποιήματα, τόμος Β’ (1973)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Το πορτοκάλι ή χρυσόμηλον

[Ενότητα Ημερολόγιο (1955-1973)]

44
το πορτοκάλι ή χρυσόμηλον

Όταν μένεις βαρύθυμος:

σκέψου ένα πορτοκάλι.
Το βέβαιο, καθαρό του σχήμα,
τον πυκνό φλοιό, μα πιο πολύ
το ζωντανό του χρώμα, απερίσπαστο.

Ίσως μπορέσεις τότε να συλλογιστείς,
ίσως και να πιστέψεις
πως ο καρπός αυτός, αληθινά
είναι του ήλιου προσφορά.

Κι όταν τ’ ανοίξεις, την γεωμετρική του τάξη
θ’ αντιληφθείς, χυμώδη, κρυσταλλώδη.

Θυμούμαι ένα πρωινό του φθινοπώρου
και μια μαούνα μαύρη
απ’ την πολυκαιρία στα νερά∙
στο μώλο ήταν δεμένη,
με πορτοκάλια φορτωμένη χαρωπά,
ανάκατα ριγμένα, άφθονα,
φερμένα από ηλιόλουστα ακρογιάλια και νησιά.

Στον κόλπο της Θεσσαλονίκης,
η θάλασσά μας ήταν τη μέρα εκείνη,
πράσινη και σταχτιά, ακίνητη βαρειά,
όμως τα πορτοκάλια μέναν νικηφόρα
και νεανικά.

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ζωή Καρέλλη | Τα ποιήματα, τόμος Β’ (1973)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Καρκίνος (απόσπασμα)

Καρκίνος (απόσπασμα)

[…]

Σε κάθε σκαλοπάτι αχνάρια
από αίμα και λάσπη.
Μην τα πατήσεις νομίζοντας
πως εσύ θα τα σβήσεις.
Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.

Όλα τα σκαλοπάτια είναι ίδια.
Κάποτε νομίζεις πως θα σε φέρουν
ψηλά, όπου δεν υπάρχουν πια
αυτά τα σημάδια.
Γελιέσαι. Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.

Αυτά είναι τ’ ανθρώπινα αχνάρια
τ’ αληθινά. Ούτε βρίσκονται ποτέ
άλλα. Μη γελιέσαι.
Κοίταξέ τα καλά.
Να θυμάσαι, το σώμα είναι πάντα
αίμα και λάσπη.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Η άνθρωπος

John Lennon, Woman (album: Double fantasy (1980))

Η άνθρωπος

Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καημός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα ιδώ το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.

«Ότι δια σου αρμόζεται
γυνί τω ανδρί.»

Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσο πολλά ξέρω και γνωρίζω καλύτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ, έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δεν θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Το τραγούδι της παλλακής

Το τραγούδι της παλλακής

Απόψε ο αφέντης θα πάει με την κυρά.
Εκείνη τον περιμένει. Στολίστηκε τη χαρά,
φόρεσε την αγάπη της.
Την έβαλε στα μάτια, στο πρόσωπό της,
την έχει στη λαλιά, στα χείλη
που θα του μιλήσουν, θα τον φιλήσουν
στα μάτια, στα σγουρά μαλλιά,
τρυφερά κι ύστερα πιο σκληρά∙
μα ίσως η κυρά να μη γνωρίζει
να φιλεί σκληρά. Δεν έχει μάθει,
έχει η αγάπη της τρανή σειρά.

Ο αφέντης είναι περήφανο,
γυμνό βουνό που το πυρώνει ο ήλιος.
Δέντρο μοναχικό,
τα χέρια του είναι κλαδιά που περιπλέκουν,
τα δάχτυλά του φύλλα δροσερά.
Τα πόδια του είναι κολόνες στο γεφύρι,
όπου περνούνε οι γυναίκες εκεί
που δεν θα τον ξεχάσουν πια.
Το μελαχρινό του στήθος είναι
μια μπρούτζινη πόρτα, απ’ όπου μπαίνεις
σε κάμαρη μυστική και χάνεσαι.

Κρατάει ψηλά την κεφαλή του
και σκύβεις δίχως να το σκεφτείς.
Τα μάτια του είναι σαν του άγριου πουλιού
που δε λογαριάζει.
Δεν λογαριάζει
ο αφέντης τίποτα όταν σε κοιτάζει.
Σε λυγίζει και φεύγει.
Απόψε γυρίζει στης κυράς.

Κλείνω τα μάτια για μην ιδώ
κι αυτόν βλέπω μπροστά μου.
Τα χέρια μου σφιχτά κλειδώνω,
τα πόδια μου βάζω να περπατούν,
θέλω να σκίσω τη λαλιά μου.

Τι ήθελε κι ακούμπησε το χέρι
στην καρδιά μου.
Γιατί έσκυψε απάνω μου,
δε μ’ άφηνε στη μοναξιά μου
και τώρα τον γνωρίζω και φαντάζομαι.

Ας δείξει εκείνη τη λαχτάρα της,
ας τον αγγίξει.
Αυτός
που ξέρει με τα λόγια να σ’ αγγίζει
επίτηδες, όπου πονείς, τι θα της πει;

Γυρεύω απάνω μου τ’ αχνάρια του
κι έχουνε φύγει τα καλά σημάδια.
Γυρεύω τη λαλιά του μέσα μου
και γλίστρησε η φωνή σαν το νερό
από στάμνα ραϊσμένη.

Πώς μου πονεί το ράισμα
και μου παθαίνεται η ψυχή,
που θέλει να κρυφτεί,
να μη φανεί πόσο υποφέρει.

Και μου τσακίζει το κορμί
υποταγή ασήκωτη
και προσμονή αφανισμένη.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Εστάμπα

Ζωή Καρέλλη & Νένα Βενετσάνου, Εστάμπα (δίσκος: Καφέ Γκρέκο (2003))

Εστάμπα

Από τις άκρες των δαχτύλων της
κυλάει φως.
Από τα δάχτυλά της κυλάει
ένας ήχος οπάλινος.
Γέρνουν τα δάχτυλά της
και γλιστράν οι σταγόνες στιλπνές
ξεφεύγουν, μικρές, διάφανες φωνές…

και στη μια παλάμη
έχει τον άγνωστο καρπό,
που τον κυβερνά το ευλύγιστο
λύγισμα, του λιγνού, δικού της καρπού.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη: Μνήμη απίθανη…

Μνήμη απίθανη…

… σαν όνειρο,
ή κάποια φαντασία ωραίου χρόνου
της ζωής.
Ιδανικής νεότητας χαρά,
άσπιλη καθαρότητα,
προτού αρχίσει η πάλη,
ακάθαρτη.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Σεχραζάντ

Σεχραζάντ

Της Κ.

Σαν πλησιάζει το ήσυχο βράδυ,
περιμένω τον ερχομό σου.
Τότε ζει η ψυχή μου,
το σώμα που, όλη τη μέρα,
σαν όνειρο συντροφεύει δική σου,
η σκέψη μου.
Δε χαλά,
καθημερινή, της αναμονής η χαρά
κι ας περνά της ζωής μου ο χρόνος.
Η αγάπη μου, της κάθε ώρας λαχτάρα,
κάθε βράδυ για σένα ξυπνά,
σαν τη μυστική αντηλιά του νυχτερινού άνθους,
που περιμένει να βασιλέψει ο ήλιος,
για να λάμψει η χλωμή του θωριά.

Όταν έρχεσαι από κει,
όπου εσύ βασιλεύεις και δείχνεις
της δύναμής σου τη σημασία,
τοιμάζομαι ανήσυχη.
Γλυκός ο τρόμος περνά
τις φλέβες των χεριών μου,
που θ’ απλωθούν σε σένα δισταχτικά,
προσφορά ορμητική
και συγκρατημένη παραφορά με κρατεί
και σε σένα με φέρνει.

Ολημερίς συλλογίστηκα την ομιλία
που θ’ αλαφρώσει τη δική σου προσπάθεια.
Το χαμόγελο να τοιμάσω
που σου αλλάζει την έκφραση
και ξεκουράζει τη δική σου ορμή.
Θα φανερώσει το πρόσωπό σου
όπως εγώ μονάχα το γνωρίζω.
Δόξα μου γίνεται η αλλαγή σου.

Τούτην αποζητώ και δική μου νίκη
την έχω εγώ μ’ αυτήν σε κρατώ
και σου δίνω, ό,τι σε κάνει
πιο βέβαιο και πιο δυνατό,
για να ξαναρχίζεις με τον πρωινό ήλιο
το δρόμο σου, αφήνοντάς με πάλι
να σε περιμένω, γνωρίζοντας
πως πάντα σ’ ακολουθώ με την έγνοια μου.

Τόσο υπάρχω για σένα,
που σ’ αισθάνομαι πάντα κι έχοντας
τη δική σου ζωή, εγώ ζω
κι είμαι κοντά σου, για να τη φυλάγω,
όταν η προσοχή σου καταλαγιάζει,
κι η δύναμή σου έχει ανάγκη
απ’ τη δική μου αδυναμία,
χρειάζεται να παραδοθεί,
για να ησυχάζει αμέριμνη.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Της δύσης


Claude Monet: Marine View | Sunset (1874)
Πηγή: famousartistsgallery.com

Της δύσης

Στο μέτωπο αχτίδα μελαγχολίας το φεγγάρι
και στο σώμα, ακόμα,
η φλόγα του ήλιου που βασιλεύει∙

εσπέρα, η δύναμή σου διπλόηχη μουσική
του λυκόφωτος κι η σιωπή που προχωρεί
είναι βαριά απ’ τη συγκομιδή
όλων των ήχων που φώναξε
η ξακουστή μέρα με τα ηχηρά λόγια,
το άφθονο φως.

Καθώς τώρα λιγοστεύει το φως,
ψίθυρος θ’ απομείνει πνοή γεμάτη σκιές
του χρόνου μαγεία, σκιόφως.

Εσπέρα, με περιβάλλεις
κι είναι τα σπλάχνα μου ρόδι
σκασμένο απ’ την πολλήν πύρα
που δέχτηκε πρόθυμη.

Η σκιά δροσίζει, εισχωρώντας,
ανάμεσα στους λάμποντας ρόδινους σπόρους.

Όταν παύεις να τοξεύεις, θείε Απόλλωνα,
ξεκινά η χλωμή, λυγερή αδελφή σου,
για το γοργό κυνήγι των ονείρων.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Το ταξίδι των Μάγων


Leonardo da Vinci, Adoration of the Magi (1481-1482)
Oil on wood. Uffizi Gallery, Florence, Italy.
Πηγή: merry-christmas.com

Το ταξίδι των Μάγων

Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

Από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Άνθηση

Άνθηση

Έμορφα της ζωής ξεσπάσματα
των δέντρων άνθη, ανθίσματα
της ορμής που ανεβαίνει
στο σιωπηλό, κλειστό κορμό.
Ανοίγουν οι εύχρωμες λαλιές τους,
εύηχες
γίνονται προσφορές.
Ευαίσθητες, λεπτές εκφράσεις
του έρωτα λέξεις ερωτικές,
πάνω στο σκληρό σώμα των δέντρων
της άνοιξης.

Από τη συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη

Ζωή Καρέλλη, Αγάπη

Αγάπη

Ποιος ημπορεί ν’ απλώσει
τη γλυκιά την ώρα,
να τυλιχτεί σ’ αυτήν και ν’ αποκοιμηθεί;
Σε όνειρο να θυμηθεί
της μάνας του τα σπλάχνα,
για να μη φοβηθεί
που στην πυκνή τη γη θα ξαπλωθεί.

Από τη συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955) της Ζωής Καρέλλη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ζωή Καρέλλη