Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Ο κυρ-Αντώνης (με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μάνο Χατζιδάκι)
Τα όνειρα
Όσο περνούν τα χρόνια
κονταίνουν τα όνειρα,
άλλα στρέφουν προς τα πίσω
τα περισσότερα βαραίνουν
πέφτουν πιο χαμηλά,
συντροφικά σ’ ακολουθούν στο τέρμα
για μια στιγμή συνωστίζονται
αίφνης σε κοιτούν κατάματα και σβήνουν.
Από τη συλλογή Προπατορικά (2000) του Χ. Δ. Καλαϊτζή
Μην αφήνεσαι, μωρό μου, μην αφήνεσαι∙
κρατήσου, μωρό μου, κι ας κλάψεις.
Δε γλυτώνεις, μωρό μου, μην αφήνεσαι,
στη γλύκα θα κολλήσουν τα χεράκια σου.
Κρατήσου, μωρό μου, μην απλώνεις
στα χίλια δυο που θα βρεις να σου τάζουν,
θα σε ζαχαρώσουν, μωρό μου, μες στη γλύκα τους
μπορεί ακόμη και να τους αγαπήσεις∙
όχι, μωρό μου, μην αφήνεσαι
κλάψε, μωρό μου, καλύτερα κλάψε.
Από τη συλλογή Προπατορικά (2000) του Χ. Δ. Καλαϊτζή
Claude Monet, Peupliers au bord de l’Epte, 1890, oil on canvas (100 x 65 cm) private collection
Πηγή: intermonet.com
Λευκή
Λεύκα λευκή με λένε
λες και με γνώριζαν,
Στον λαιμό μου τα χαμηλά ακονίζω σύννεφα
βροχές υπότροπες και μεσημέρια.
Τραβάω τους κεραυνούς και καίγομαι
ορίζω ποταμούς που με ξηλώνουν.
– Όμως κάποτε πολύ αγάπησα τις συνήθειές μου.
– Τρέχει το φως κάτω στη ρίζα μου,
και καθρεφτίζει ήλιους το ποτάμι
νοσταλγώ τις φωνές μικρών πουλιών,
και δεν μπορώ τις νύχτες
του κρύου πριονιού και του χειμώνα.
– Κάποτε πολύ αγάπησα τις συνήθειές μου
και κάποια διπλανή μου,
που στ’ αψηλά την τράβηξε τ’ αστέρι.
Τώρα στον αγέρα τρίζουν οι φλούδες μου
και στην δροσιά τους θυμάμαι
τις τόσες φορές που με χαμήλωσαν.
Όμως οι ρίζες μου
είναι αυτές που τραβούν τα ποτάμια.
Από τη συλλογή Προπατορικά (2000) του Χ. Δ. Καλαϊτζή
Τερματοφύλαξ θα πει
ότι κατάγομαι απ’ τ’ Αγρίνιο
δεν κυλάω πέτρες κι έχω ετοιμότητα∙
μ’ απασχολούν ιδιαίτερα οι καμπύλες των πεπονιών
κι υστερότερα συμπαθώ τ’ άνθη του καπνού και τα μήλα.
Τέρμας – Τερματοφύλαξ
θα πει
το πλέγμα αγνοώ των πεφτάστερων∙
έχω προτιμήσεις ή ιππευτικές ικανότητες
αεροβατώ και αμύνομαι καλώς∙
επίσης θα πει
αναθρώσκω την δύναμη∙
(έχω κάποιον άγιο ή μπλοκάρω γερά)
και ιδίως
Τερματοφύλαξ θα πει
έχω ρεφλέξ
και προπάντων κρατώ το μηδέν.
Παραδοσιακό πομάκικο τραγούδι με την Εμινέ Μπουρουτζή
Πομάκοι
Κατεβαίνοντας τρυπώνουν στο παζάρι
αγοράζουν αλάτι και κουδούνια
βιαστικά
τα φορτώνουν στις γέρικες μούλες κι ανηφορίζουν.
Ο τόπος πλιθί και κατσικότριχα
άζυμα ψωμιά, και το κριθάρι να φτάνει ως τα μισά και να μη φτάνει.
Στα κοτρόνια η σπορά με τ’ αλάτι που γλείφουν οι πέρδικες,
και το κοπάδι το καύκαλο που τυλίγει ας μην ασπρίσει.
Αργά σαλιώνοντας εφημερίδες
τον καπνό τυλίγουν με ρετσίνι
μη φύγει το κατράμι στην φτέρνα και κατέβει,
ξεπετώντας πού και πού λυκίσιο δόντι
τις αυγές να δαγκώνει και να σκούζει
μη σηκωθεί αγέρας και νοτίσει
τη μαρμαριά μη ξετινάξει απ’ το σαμάρι.
Οπλές τριμμένες στο πυρολίθι∙
αστράφτει ο Θρακιάς, χαρακωμένο βράδυ –
άχυρο παστρικό δεν τ’ αφήνει.
Φύλλα ξερά αυτοί θα κυνηγούνε
κι ο ασκός να λύνει να γεμίζει κομμάτια σύννεφου και νύχια.
Το σάλιο που παράτησαν στους ρόζους
ας πάει κι αυτή η χρονιά χωρίς νυχτέρι
μόν’ το χαρμπί να τρυπάει την σανίδα
και τα όρνιά τους στον απάγγειο να δαγκώνουν
χαμηλά την προβιά με την γλίτζα
Των παλιών τα πνεύματα
ποταμιών σκιές που απολιθώθηκαν,
σ’ ομίχλες άγριες και μεγάλα μεσημέρια
πίδακες υγρών που γυμνώνουν τα κόκαλα
πέτρες γίναν και μικρά βουνά
φυτρώνουν δέντρα και τρέχουν, βροχές και ποταμάκια
τρίβουν την ράχη τους και τα χαλίκια
χαμηλά κυλούν στους ανέμους
σε τόπους άλλους και ψηλώματα
που στις θύμησες δεν υπάρχουν
άμμος γίναν κι αγέρας κυνηγιού
τίγρεις που σαϊτεύουν την χλωμάδα της σαβάνας.
– Η αστική τάξη δεν έχει αντίπαλο
Όλα είναι δικά της
ρέστα αντιρρήσεις και ποιήματα∙
βρομόγρια η επανάσταση τελειωμένη
στο χτίκιασμά της εφεξής περιμένοντας
με τον τρόπο του καρκίνου να δουλέψει.