Ανέστης Ευαγγέλου, Τα υλικά της χαράς

Τα υλικά της χαράς

[Ενότητα Μετά την καύση]

Ανάμεσα από σωρούς σκουπιδιών, ερειπίων, θανάτων
και ποταμούς δακρύων,
λάμπουνε καταχωνιασμένα, ελάχιστα,
τα υλικά της χαράς.
Ψάχνε
με υπομονή και πίστη απέραντη
καθώς τα πετεινά τ’ ουρανού σε χιονισμένον
έρημο κάμπο
και μάζευέ τα πετραδάκι πετραδάκι.

Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Σαν τα παλιά εικονίσματα (II)

Σαν τα παλιά εικονίσματα

[Ενότητα Μετά την καύση]

ΙΙ

Σαν τα παλιά εικονίσματα που τα φυλάγουν
στο ιερό βαθιά, στην πλέον
απόκρυφη γωνιά του, και με άκρα
προσοχή τα πλησιάζουν και τα προσκυνούν
και τα προσέχουν σαν τα μάτια τους
κι εκείνα κρατάνε μια δροσιά παράξενη
κι ευωδιάζουν το ξύλο και τα χρώματά τους –
σαν τα παλιά εικονίσματα σε πήρα
και στο στήθος μου σ’ έκρυψα βαθιά.

Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Σαν τα παλιά εικονίσματα (Ι)

Σαν τα παλιά εικονίσματα

[Ενότητα Μετά την καύση]

Ι

Σαν τα παλιά εικονίσματα που ανάμεσα
απ’ τα φθαρμένα χρώματα και το λιωμένο ξύλο
απ’ την πικρήν αρπάγη του καιρού
κρατάν ακόμα απείραχτα τα μάτια
και βουρκωμένα σε θωρούν, σοφά
από πολλήν επίγνωση μες στη σιωπή τους
από πολλήν ακινησία κι από μόνωση–
έτσι
μέσ’ από τον καιρό μου έρχεσαι τώρα
και τα μάτια σου πονεμένα με θωρούν.

Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Δεν ξέρω

Δεν ξέρω

[Ενότητα Μετά την καύση]

Δεν ξέρω τι στο διάβολο
φταίει
τι έκανα
ή
τι παράλειψα να κάνω
(ή μήπως οι άλλοι,
η μοίρα
ή ο Θεός;)
και κάτι δεν πάει καλά
εδώ και καιρό
κάτι στράβωσε
και κακοφόρμισε
λίγο λίγο
και χάλασε
η ζωή μου.

Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Το φως

Το φως

Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια
τα πιο βαθιά
τα πιο λησμονημένα
έρχεται κάποτε
ωσάν σε διάλειμμα
κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει
θαυματουργό
παρήγορο
το φως.

Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Η ομίχλη

Η ομίχλη

Να μιλήσω για την ομίχλη
να πω για τον λασπωμένο καρόδρομο μέσα στην καταχνιά
καθώς κολλούνε τα βήματά μας και δε βλέπεις
παρά μόνον ακούς, των άλλων τις φωνές, των πορευομένων–
δεν είναι ένα σχήμα λόγου ούτε πια υπάρχει
διάθεση για παραδοξολογίες.

Μιλώντας, ακόμα, για την ομίχλη, καταλαβαίνετε,
δεν κάνω λόγο για τις καιρικές συνθήκες-
όλοι έχουνε δει κάποτε ομίχλη
η ομίχλη είναι παλιά όσο και ο κόσμος.

Εκείνο που θέλω να πω είναι άλλο κι ίσως μόνο
όσοι πλάι μου βαδίζουνε και δεν τους βλέπω
καταλαβαίνουνε καλά ομίχλη τι σημαίνει:

αφανιζόμαστε, αδέρφια, αφανιζόμαστε,
βαθμηδόν βουλιάζουμε μες στην ομίχλη
μας αφομοιώνει η καταχνιά έναν έναν.

Παράξενα αντηχούν οι φωνές μέσα στη σιωπή
κι ακόμα πιο παράξενοι οι σύντροφοι που βαδίζουν με τυφλά χέρια.

Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986) [Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, 1988)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Παντού το κλέβουν το ψωμί

Παντού το κλέβουν το ψωμί

[Από την ενότητα Ανάβαση]

Παντού το κλέβουν το ψωμί.

Τ’ αρπάζουν χέρια τοκογλύφων,
το παίρνουν Γραμματείς Εντεταλμένοι,
το χώνουμε σε υπόγεια, το στοιβάζουν.
Εκεί τ’ αναλαμβάνουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι
και στα σοφά των δάκτυλα Ειδικοί,
χείλη ποιητών, αβρά, το κάνουν ύμνο
να τον μαθαίνουν τα παιδιά,
του πλέκουν φωτοστέφανο να λάμπει.

Εκεί αρχίζει η λεπτή διαδικασία,
οι απαραίτητες διεργασίες συντελούνται,
επέρχονται οι εκπληκτικές διαμορφώσεις

για να βγει θάνατος μια μέρα
για να βγει αίμα.

Παντού το κλέβουν το ψωμί
Θεέ μου, παντού.

Από τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Ένα παιχνίδι σικέ

Ένα παιχνίδι σικέ

[Από την ενότητα Το κακό παιχνίδι]

Θέλω να πω η ζωή σου έγινε πια σαν ένα παιχνίδι σικέ.

Σηκώθηκες χαράματα, να πούμε, όλος λαχτάρα,
κι έπιασες μια γωνιά μες στο μεγάλο γήπεδο.

Πλήθος
πηχτό εκεί, χαλασμός, στοιχήματα εκατομμυρίων,
φωτορεπόρτερ, συνεργεία τηλεοράσεως.
Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα για την πυγμαχία:
θα χτυπηθούν ο Τζόε Λιούις, ο δυναμίτης,
με το καινούριο αστέρι, τον άσπρο πάνθηρα, Τόνυ Φερνάντο∙
και το ακλόνητο, το μέγα φαβορί, είναι ο Λιούις,
όλοι ποντάρουνε σ’ αυτόν∙ βάζεις
όλο το βιος σου για μια νίκη του, ό,τι
σιγά σιγά, με τον ιδρώτα σου έφτιαξες σε τόσα χρόνια,
κι όμως κερδίζει ο άσημος Φερνάντο ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά,
κι έξω μαθαίνει έκπληκτος τις φήμες ότι τάχα
ο αγώνας ήτανε σικέ, το αποτέλεσμα
συμφωνημένο εκ των προτέρων, για να σου κλέψουν
τα λεφτά σου, να σ’ εξαπατήσουν.

Κι οι φήμες γίνονται σε λίγες ώρες βεβαιότητα,
όλοι το ξέρουν πια, κανείς δεν αμφιβάλλει –
ήταν βρομοδουλειά των μάνατζερ,
των σκοτεινών παρασκηνίων της πυγμαχίας.

Από τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Τώρα που γήινο στήριγμα

Τώρα που γήινο στήριγμα

Τώρα που γήινο στήριγμα δε με κρατεί
πάρεξ η θαμπωμένη μνήμη του σπιτιού∙
τώρα που εσπάσαν ανεξήγητα μία μία
(ή εγώ τις έσπασα) όλες οι γέφυρες∙
τώρα που και η πλέον δύσβατη ατραπός που απέμεινε
από εχθρικά και άγρια χόρτα έχει φράξει–
καιρός πλέον να μιλήσουμε εμείς οι δύο
καιρός σαν παλιοί φίλοι να δώσουμε τα χέρια
να συνεννοηθούμε επιτέλους.

Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής (1966) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Τώρα να γίνεις ταπεινός

Τώρα να γίνεις ταπεινός

[Ενότητα Το πανδοχείο]

Τώρα να γίνεις ταπεινός, ν’ αφήσεις
τη μάταιη σοφία των βιβλίων και στης πράξης
το μεγάλο σχολείο να μαθητέψεις.
Εκεί να δεις
πόσο λίγο μετρούν, πόσο φτωχά φαντάζουν
όλα τα χρόνια που έχασες γνώσεις μαζεύοντας,
όλα σου τα χαρτιά μαζί πως δεν βαραίνουν
στη δίκαιη πλάστιγγα που όλους τελικά θα μας μετρήσει
–όχι την υπερβατική εκείνη αλλά την άλλη,
την πιο ταπεινή, που καθημερινά, ωστόσο, μας ελέγχει–
όσο μια μόνο απλή χειρονομία ζεστής
αλληλεγγύης προς τ’ αδέλφια σου, μια ανώνυμη,
ανάμεσα σε χιλιάδες παρόμοιες ολόγυρά σου,
πράξη θυσίας.

Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Από τις σχάρες

Από τις σχάρες

[Ενότητα Το πανδοχείο]

Στον Τόλη Καζαντζή

Άρρωστα χρόνια
λύκοι φυλάν τα πρόβατα
κι όσο θυμάμαι
μέσα στη λάσπη πάντα κολυμπούσες
και πού να βγάλεις φωνή, δε βγαίνει
με το στόμα γεμάτο από σκατά
κι αν βγει

κανείς δε θα σ’ ακούσει.

Αχ, πού μας οδηγούν
ποιοι και προς τα πού τα νήματα κινούνε,
βρόμικο, χοντρό παιχνίδι, στο καταγώγιο του αιώνα,

τα μάτια μου προσπαθώ να καθαρίσω, να δω –
τίποτα:
Στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα, στο Πεκίνο,
λύκοι φυλάν τα πρόβατα παντού.

Από τις σχάρες γαντζωμένος του υπόνομου
εδώ είμαι, αδέρφια μου, κι απόκριση ζητώ.

Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Ωραία που λάμπει

Ωραία που λάμπει

[Ενότητα Το πανδοχείο]

Ωραία που λάμπει σήμερα ο ήλιος.
Σημαίες κυματίζουν στα μπαλκόνια,
ακούγονται εμβατήρια, κι ο κόσμος
ξεχύθηκε έξω πάλι, εαρινός.
Το βράδυ
μετά από την παρέλαση, τους λόγους,
στη φωταγωγημένη πόλη μας θα μας δεχτούν
(τι εκλεκτά φαγιά, τι μουσικές, τι λάμψη!)
χαμογελώντας, μ’ όλα τους τα επιτελεία, οι Αρχηγοί,
κι ως το πρωί στους δρόμους θα κρατεί ο χορός.

Όμως εγώ
που ξόδεψα τα χρόνια μου, νύχτες ατέλειωτες,
ολόμονος να μελετώ πίσω από την επίσημη
των λόγων εκδοχή τι αναδεύεται κάθε φορά,
ν’ αποκρυπτογραφώ χαμόγελα και στάσεις,
εγώ
που ήδη τους βλέπω να τρέχουνε στα ενδότερα
και τα χέρια, χαιρέκακα, να τρίβουν,
τα κέρδη λογαριάζοντας με τους σοφούς τους υπολογιστές
σε χάρτες σκυμμένοι, σε διαγράμματα και σε καμπύλες
αλάνθαστες, και να τσουγκρίζουν τα ποτήρια–

εγώ σας εξορκίζω, φίλοι μου, τη νύχτα
αυτή μη γελαστεί κανείς και ξεκινήσει
κανείς πια να μην πάει στη γιορτή παρά
να μαζευτούμε όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος,
να δούμε τι μπορεί να γίνει με τους Αρχηγούς,
μ’ όλους, χωρίς εξαίρεση, τους Αρχηγούς,
γιατί ακονίζουν κιόλας τα μαχαίρια, αδέλφια μου,
και νευρικά τα ρολόγια τους κοιτάζουν,
–λάμπουν παράξενα τα μάτια τους, σημαδιακά–
γιατί, άλλη μια φορά, μας ετοιμάζουν για σφαγείο.

Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Το χιόνι

Το χιόνι

[Ενότητα Το χιόνι (1987-1990)]

Στον Κρίτωνα Ζωάκο

Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά –χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε– βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;

Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
–κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια,
για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.

Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.

Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.

Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ’ το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.

Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.

Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.

Χιόνι της Ευσπλαχνίας –όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης –όχι της Τιμωρίας.

Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.

Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα – 1994) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου

Ανέστης Ευαγγέλου, Ο Ιησούς εγκαταλείπει τον πατέρα του

Ο Ιησούς εγκαταλείπει τον πατέρα του

Βρήκα χτες βράδυ το Χριστό,
ρακένδυτο, σε μια γωνιά να ζητιανεύει.

Ήταν ισχνός και κάτωχρος, μες στο δριμύ
ψύχος του φετινού χειμώνα, αξύριστος,
τα δόντια του χτυπούσαν, βήχας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα το στήθος.

Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι κι έβγαλα
κονιάκ από το πανωφόρι μου και του έδωσα.

Μάλωσα με το γέρο μου, αδελφέ μου,
τα βρόντηξα όλα κι όπως όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέκια αυτά τη βγάζω,
μου είπε και μου ζήτησε τσιγάρο.

Από τη συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987) του Ανέστη Ευαγγέλου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Ανέστης Ευαγγέλου