Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Ήρθε η πλήξη
δίχως αφή
με βάρος μολυβιού
και θρόνιασε ακίνητη
στ’ άδεια μου χέρια.
Μια πλήξη δίχως απόκριση
με την όψη της αμετανόητη
στο χώρο της μοναξιάς,
δίχως μνήμη
με τις παλάμες της γεμάτες
απουσία
στην καρδιά μου.
Τίποτε να μην έρχεται
τίποτε να μη φεύγει
κι εγώ με τα μάτια
γεμάτα σιωπή.
Από τη συλλογή Παράθυρο στον ουρανό (1966) της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Έξω απ’ το παράθυρό μου στέγες με χιόνια
μια γκρίζα πολιτεία
κι ο θαμπός τρούλος της εκκλησιάς.
Άγγελοι στην κάμαρά μου τραγουδούν.
Κανένας δεν κυκλοφορεί στο χιονισμένο αυλόγυρο.
Φοβούνται οι άνθρωποι τα χιόνια;
Κι ωστόσο κάποιες μνήμες προφταίνουν
ν’ αμαρτήσουν την καρδιά μου
που επιμένει να κρατεί
στα χέρια της τη λευκότητα χιονιού.
Ήλιος πουθενά.
Πώς τσούζουνε τα μάτια μου απ’ τη λάμψη;
Τα τζάμια μας είναι θολά.
Εγώ γράφω απάνω τους τ’ όνομά σου
κι εκείνο φέγγει… φέγγει… φέγγει…
Από τη συλλογή Μνήμες και παρουσίες (1964) της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Δεν έχεις δίκιο.
Επιτέλους υπάρχει κάποιο θέαμα.
Διασκεδάζω μπρος στην ανοιχτή αυλαία της καρδιάς σου
με τη σκηνή την τελευταία.
Προσωπίδες.
Προσωπίδες πολλές ταίριαξες
στο χώρο της μορφής σου.
Δε θα μπορούσαν οι άνθρωποι
να υποψιαστούνε τ’ αληθινό σου πρόσωπο.
Ν’ ανέχονται συνήθισαν το πλαστό τους γέλιο.
Εγώ όμως με τούτη την ψυχή
που δοκιμάστηκε καθώς παιχνίδι πάνω στον τοίχο,
δε ζητώ πια να σε γνωρίσω…
Από τη συλλογή Μνήμες και παρουσίες (1964) της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Ιτιές τα φύλλα τους θροούν και λεν και μουρμουρίζουν,
χύνουν τ’ ασήμια τους σωρό, τα κλώνια τους λυγίζουν.
Κι έρχεται και γλυκογελά σαν πούπουλο η σκιά τους
και μας τυλίγει, μας φιλά, μας φέρνει πιο κοντά τους.
Ρυάκι γάργαρους αχούς κυλώντας μουρμουρίζει,
βιολέτες, μοσχολούλουδα δροσίζει και ποτίζει.
Κι απάνω στα μαλλάκια σου διαμάντια στάζει η δρόσο,
δυο, δυο να τα χρυσόδενα, γιορντάνι να σ’ τα δώσω.
Ο ήλιος λες και ζήλεψεν και με περίσσια χάρη
χύνει χρυσάφια από ψηλά και το ’χει για καμάρι.
Τα μάτια σου στα μάτια μου τον ουρανό αγναντεύουν
και παίζουν και γλυκογελούν και χάδια μού γυρεύουν.
Από καιρόν ο πόθος μας τα σωθικά μας λιώνει
κι η δίψα του τυραννική, τρανεύει δεν τελειώνει.
Και σαν μελίσσι χρυσαφί κεντρίζει όλα τα μέλη
και θέλει στα δυο χείλια μας να κορφολογήσει μέλι.
Μες στις ιτιές, μες στα νερά, μέσα στο φως του κόσμου,
πάρε μου την ψυχή, Καλέ, και γίνε Συ δικός μου!
……………………………………………….
Πλήθος τ’ αγριολούλουδα σκορπούν ανθούς τριγύρα
νιώσαν τον πόθο μας βουβά, τον έλουσαν με μύρα!
Από τη συλλογή Άνθινες ώρες (1959) της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Σταύρος Ξαρχάκος & Λευτέρης Παπαδόπουλος, Δε σου χρωστάω τίποτα
(τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης / δίσκος 45 στροφών του 1964)
Διαπιστώσεις
Κάποτε ανοίγουμε τα παραθυρόφυλλα
και βλέπουμε
πόσο ο τόπος μας έχει στερέψει
πόσο τα σπίτια μας ξέβαψαν
στον πρώιμο ήλιο.
Ματώνουμε ως τις ρίζες
για τούτη τη γη
για τούτο το λάθος
για την καρδιά μας
για ένα απλό αύριο.
Αμφιβάλλουμε για τ’ όνομά μας
ψάχνουμε για τα χέρια μας
γυρεύουμε τα δάκρυά μας
ή το χαμόγελο.
Δεν προφτάσαμε να τ’ αγαπήσουμε.
Είναι μια μέρα χωρίς όνειρα
είναι μια μέρα χωρίς άνοιξη
μέσα στο αίμα μιας προσμονής.
Είμαστε εμείς και το κενό.
Από τη συλλογή Χρονικά (1969) της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Αν συχνά σου μιλώ
για μια φωνή
κάποιο τραγούδι
για τη σελίδα του βιβλίου που ξέσχισες,
κλαίω
γιατί είχα γράψει τ’ όνομά σου…
Αν συχνά σου μιλώ
για κάποιο τρόμο
μια μνήμη που αντιπαλεύει μ’ ένα θάνατο
γι’ ανάπηρες αισθήσεις,
θρηνώ
γιατί δε με γυρεύεις…
Αν συχνά σου μιλώ
για κάποιο παιδί
μια κλειστή γρίλια
κι ένα φεγγάρι περίεργο
να παίζει στα σγουρά μαλλιά σου,
χαίρουμαι
γιατί δεν έπαψα να ονειρεύομαι…
Αν συχνά σου μιλώ
για την ξένη πολιτεία
τους άγνωστους περαστικούς
τ’ οργισμένο ποτάμι με τις σπασμένες γέφυρες,
τρομάζω
γιατί κρεμάστηκε η καρδιά μου
απελπισμένη…
Αν συχνά σου μιλώ
για τον ήλιο που βλέπω στα μάτια σου
τα κοχύλια στ’ αυτιά
τις σταγόνες της αυγής πάνω στα μάγουλα
για τ’ όνομά σου που γλυκαίνει τον ήχο,
χαμογελώ
γιατί δεν τελείωσα ακόμα το τραγούδι…
Αν συχνά σου μιλώ
για μια ταπείνωση
κάποιο συμβιβασμό
μια δυσπιστία
κάποιο σημάδι βαθιά αναφαίρετο
για χίλια-δυο πράγματα,
πονώ
γιατί η σιωπή με τη σιωπή της
μ’ απαντάει…
Αν συχνά σου μιλώ
για μια οδύνη
το σχήμα μιας μόνιμης μοναξιάς
τη νυχτερινή αγωνία
για τ’ αλλαγμένο πρόσωπο
το πρόσωπό σου,
ψάχνω
αγωνίζομαι
κάτω από τόσες προσωπίδες.
Πούναι το χέρι σου;…
Από τη συλλογή Χρονικά (1969) της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Δημήτρης Παπαδημητρίου & Οδυσσέας Ελύτης, Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
(τραγούδι: Ελευθερία Αρβανιτάκη / δίσκος: Τραγούδια για τους μήνες (1996))]
Θαλασσινό 1
Χτες και προχτές
κάθε μέρα
πασχίζαμε να μετρήσουμε τη χαρά μας.
Ήταν η καρδιά μου λεύτερη
άνοιγε σαν πέλαγο
άνοιγε καθώς η αγάπη μου.
Κι ήταν ατέλειωτη η θάλασσα
κι ήταν απέραντη η αμμουδιά
κι έγραφαν τα κοχύλια στον άμμο τ’ όνομά σου. * Πάνω στον άμμο
χτύπησε το κύμα
κι έσβησε τ’ όνομά σου.
Οι χτεσινές μέρες ανεμίζουν
το μαντήλι του αποχαιρετισμού
για μένα
για τα πουλιά
για τον ήλιο.
Η θάλασσα με ρώτησε πού πάω
κι εγώ σε φώναξα πού πας.
Κανείς δεν απάντησε
κι ο αντίλαλος έφυγε
με τα καράβια
με τους γλάρους
με το καλοκαίρι…
Από τη συλλογή Μνήμες και παρουσίες (1964) της Ιφιγένειας Διδασκάλου