Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 8 [Ξημέρωνε πάλι δηλητήρια…]

Κατάλογοι. 8: Ο τουφεκισμός τής Σαλονίκης [Ένα πατριωτικό ποίημα] (απόσπασμα)

ΔΥΟΠΡΑΣΙ Σμπαράρισμα ΝΑΜΑΤΙΑ

Ξημέρωνε πάλι δηλητήρια.
Τέφρες υγρές μέσ’ απ’ το στόμα του απόγλαυκου στερεώματος.
Έχασκε μπρούμυτα το στάχτη φως
με πρόσωπο πρησμένο από την πρωινή ηλιθιότητα.
Πρόστυχος βήχας σχίζοντας
έσπρωχνε μ’ αιμοπτύσεις το χώμα από κάτω.
Έσκυψε πάνω απ’ την κούνια μου.
Το φως έφτανε ως τα μάτια μου σα να διέσχιζε
χαρούμενο νερό. Έπαιζα με τα πόδια μου.
Η άνοιξη κρατούσε ψηλά το μαξιλάρι μου μες στα λιλά λουλούδια.
Γαλήνη κήπου. Μονάχα χνούδι έντομα και μυρωδιές. Χυμοί των δέντρων. Όλη η γη ζεστή.
Γλυκά δαμάσκηνα μούρα και βύσσινα μυρώνοντας. Μπλάβος αιθήρ.
Θεότητα καμία σ’ αυτήν την γη που βγαίνει απ’ τον ήλιο κοιμισμένη κι άυπνη.
Και βλέμματα σακατεμένα απ’ την ακινησία του μυαλού και των θερμών υγρών που πρήζονται μες στις αισθήσιες φλέβες.
Φύση άπλυτη χωρίς καρποφορία.
«Κανείς δεν θα / Κανείς δεν θα»
Άρχιζε πάλι ο τρόμος τής μέρας. Τα άρρωστα πουλιά. Και είπε:
«Το μολύβι το βιβλίο
το τετράδιο»
Ηλιακό κέντημα στον αέρα από ήπιες μέλισσες.
Δυσοίωνα συγχορδισμένα ράμφη μελωδούν.
Ένα θανούργημα. Υμνούν την αγωνία.
Πεθαίνος: «Κανείς δεν θα γλιτώσει»
Κι ο άγγελος της ατονίας τέντωνε όλα τα μέλη του έξω από την αποσύνθεση του νερού
και κρύβοντας τον Όλυμπο με την χυδαία παραμόρφωση των νεύρων του.
Ο τύφος τής καρδιάς. Ανέβαινε ανέβαινε η οστεομανία της υγρασίας. Έσκυψε κι άλλο:
«Μόνον ο πόνος δοκιμάζει ό,τι γράφεται.
Κι ό,τι δεν τον αντέχει,
καλύτερα είναι να μη γεννηθεί»
Μην κλαις. Η κούνια τρανταζόταν απ’ το παίζοντας.
Το στόμα χωρίς δόντια μου άνοιγε να γεμίσει απ’ τον ήλιο. «Και αν δεν τον αντέχει, καλύτερα να μη γεννήθηκες»
Ο τάφος της καρδιάς.
Θεότητα καμία. Κι απέναντι ο Όλυμπος.
«Κανείς. / Κανείς δεν θα γλιτώσει»
Το φως
χαμήλωνε και ύψωνε χαμήλωνε και ύψωνε
στο μέτωπό μου μια άσπρη πεταλούδα από λεία ζέστη.
Κι άλλο, με την ανάσα της
στα μάτια μου: «Κι αυτό που πρέπει
να σκοτώσεις, σκότωσέ το. Αυτό
αλλιώς θα σε σκοτώσει» Θα ’βλεπα την εκτέλεσή της.
Είχα φυτρώσει σε μια από τις πιο βαθιές πτυχές της,
δεν είναι πια δική της,
σ’ αυτήν που είναι τώρα μόνον μέσα μου,
αθέατη απ’ όλους απροσέγγιστη. Πέρασαν τόσα χρόνια.
Έσκυψα να σηκώσω την καλτσίτσα μου,
ήμουν πολύ αδύνατος, το λάστιχο δεν έσφιγγε.
Σε μια από τις πιο τερπνές. Απ’ όλους τώρα ξεχασμένη. Χάθηκε.
Τέντωσα το κεφάλι γρήγορα πάνω από το γείσο, μου έφτανε ως το πηγούνι. Την σήκωσαν μέσ’ από τις πολυετείς ανάσες.
Στήθηκε όρθια
κι ο τελευταίος ύπνος
κύλησε απ’ τα μάτια της για πάντα. Ο τάφος. Ο τύφος.
Τους σκότωνε χωρίς να φαίνονται πως είναι σκοτωμένοι.
Πιο σκοτωμένοι ας υπάρξουν.
Κατάλαβαν και τόλμησαν όλοι μαζί. Μέσα απ’ το παράθυρο
η τάξη ήταν άδεια. Το φως
απ’ έξω λίγο έμπαινε, δεν έφτανε σ’ όλα
τα θρανία. Ο πίνακα σχεδόν
κι η πόρτα κι η σόμπα
ακόμα μέσα στο σκοτάδι εκείνης της μέρας.
Της Μυώσεως.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 7 [Και σωπαίνουν τα ρούχα…]

Κατάλογοι. 7: Νημιωμένα όλα (απόσπασμα)

[…]
Και σωπαίνουν τα ρούχα. Κυλούν οι μέρες τους
κυλούν. Ρούχα
σωματισμένα. Κυλούν οι νύχτες τους
κυλούν και κάθε νύχτα από φρίκη
σαν ψίθυρος μες στο σκοτάδι
ομαδικός. Ριγμένα στο πάτωμα, πεταμένα
στη ράχη της καρέκλας, κρεμασμένα
στην όρθια απάθεια της ντουλάπας ψιθυρίζουν
ρούχο με ρούχο, ένας ώμος
σ’ έναν ώμο, σε μια τσέπη ο γιακάς, προσεχτικά
προσεχτικά, μην ακουστεί αυτό που δεν ακούγεται,
τρομάρα των ρούχων, μία κουμπότρυπα
στην άλλη που έμαθε να εννοεί εκείνο που δεν λέγεται.
Ω πνεύμα των ινών. Ω έπη των ραφών. Διηγούνται
οι κλωστές την εισβολή. Ιστορούν
την κάθοδο τις ιαχές τις δάφνες. Πνίγουν τα μανίκια
την ανήκουστη φωνή τους που φωτίζεται με άθλους
στέψεις με άθλους και υποδοχές. Ντρέπονται τώρα και φοβούνται.
Ταπεινωμένες φόδρες. Ταπεινωμένες βάτες.
Κλωστές συντετριμμένες
ικέτιδες αλλοδαπές και υποδουλωμένες
δεμένες δαναΐδες αλληλένδετες
συνυφασμένες. Μέσα στη σιωπή του ύπνου
ενός τού μόνον σώματος. Ακινησία ασώματων σωμάτων.
Βούρκος ο Σκάμανδρος λιωμένης μνήμης.
«Πάει Πάει Πάει» σφυρίζουν τα φύλλα
της μουριάς. Αποδεκατισμένα νήματα. Εκάβη
από ίνες. Όρθια στις κρεμάστρες ολοφύρεται βουβά.
Ο αποτρόπαιος εκφυλισμός. Ο απαγχονισμός του γένους.
Άλλο ήρθε
άλλο μένει. Διάψευση των όπλων των πολεμιστών. Διάψευση
των οραματιστών των εμπνευστών.
Τέφρες διακηρύξεις, τέφρες συλλογικές
διεκδικήσεις και τέφρες οι ομοψυχίες ονειροπολήσεις
τέφρες οι ανυψώσεις εμψυχώσεις τέφρες. Ήρθαν
να βρουν το σώμα, το σώμα ήταν η υπόσχεση, και βρήκαν
τον σωματισμό.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 7 [Αρχαίο γένος των ρούχων…]

Κατάλογοι. 7: Νημιωμένα όλα (απόσπασμα)

Αρχαίο γένος των ρούχων.

Φύλα κατακτητικά
φύλα περήφανα
νέα φύλα.
Φυλές αυθάδεις
συνεπαρμένες από την τιμή
την αφθαρσία τους.

Έρχονται στίφη.
Παραλλαγές χρωμάτων. Υφάνσεις ανεμίζουν.
Φτερουγίσματα κελαηδίσματα πτυχώσεων.
Αφθονία ραμμένων υδάτων
γαζωμένων αχτίνων. Χωρίς συστολή.
Κατέρχονται ορδές
εν στολή. Φέρνουν
τον πολιτισμό τής κλωστής. Κοσμόραμα
από ίνες. Το ινόπνευμα.
Ινοποσία και ινοπλασία.
Θρησκεία των πλέξεων.
Σ’ αυτήν επενδύουν.

Επέρχονται πεισματικά και νικηφόρα.
Αναμένονται κι αιφνιδιάζουν. Είναι
τα ίδια και δεν μοιάζουν. Αδιάντροποι
εχθροί της ντροπής. Ενδοστρεφή δείχνουν μόνον
για να κρύψουν. Επιδεικνύονται κι ανταποκρίνονται
σ’ ένα αίσχος ανένδυμης φυλής που τα επανινώνει
ινονίως. Φύλα νημιώδη. Εισβάλλουν
με τα πλήθη τού νημάτινου θριάμβου και τότε
ω τότε. Αυτό που δεν μπορεί
καμία έμπνευση να ερμηνεύσει
καμία ερμηνεία να εμπνεύσει. Τότε
ω τότε παραδίδονται. Ναι
κατακτούν επικρατούν
ναι κι όμως
παραδίδονται. Εισβολείς δαφνοφόροι
εισβολείς τροπαιούχοι μένουν
άποικοι. Ω χωρίς κράτος κραταιοί. Κατέχονται
οι κάτοχοι. Και κρέμονται
αραδιασμένα στις αγχόνες, στις εκκρεμείς τους
συνοικίες. Και χρησιμοποιούνται
κι αχρηστεύονται. Πλυμένα λερωμένα
ασιδέρωτα ριγμένα
στη ράχη μιας καρέκλας
στο κρεβάτι χωρίς φως στο πάτωμα επαναληπτικά αρπάζονται
επαναληπτικά φοριούνται. Και παλιώνουν
και λιώνουν ενώ υπερέχουν
εκθειάζονται και λατρεύονται. Θεοί από ίνες.
Θεοί εφέστιοι θωπείας προστασίας
φιλαρέσκειας. Κατοικίδιοι θεοί κλειδωμένοι
σε δρύινους πολύφυλλους βωμούς. Θεοί διαθέσιμοι
σε συρτάρια ξαπλωμένοι μ’ αρώματα. Μαγνητίζουν.
Με δέος
αγγίζονται. Η αφή δεν αντιστέκεται
στη θέα τους, τρέμει στην επαφή τους, ερωτευμένη
ανυπομονεί, χωρίς αυτά λιμοκτονεί, στην κατοχή τους
επαφίεται. Επιρρεπής στην ύλη
ενδίδει πρώτη. Με ρίγος
τα παίρνει, τα νιώθει με έξαψη. Το βλέμμα
την εχθρεύεται. Για μένα, λέει, προορίζονται, εγώ
είμαι η κατάληξή τους, αφήστε τα
να τα ενοφθαλμίσω, τα ρούχα
είναι η κατάληξή μου.
Το άλλο σώμα συναγείρεται. Αυτό,
λέει, το υγρό το πλατύ
το μετάξι εμένα
με κάθε κίνησή μου γλείφει, εμένα
με κάθε σύσπασή του επαναφέρει στην ζωή. Με δέχεται
ολοκληρωτικά αυτό το μάλλινο, με συναρπάζει
η αποδοχή του, με υποδέχεται
με συνεπαίρνει το βαμβακερό, σ’ εμένα
ανήκει, εγώ εγώ
το κρατώ το κατέχω το έχω, με σφίγγει
αυτή η βατίστα με θέλει
με θέλγει, κι αυτός ο λινός που δένει και λύνει κορμός
το κορμί μου, χωρίς δεν υπάρχει εμένα, μ’ εμένα
ανασαίνουν οι υφάνσεις, όχι δεν υποφέρουν από μένα, έχουν
σ’ εμένα τη σκηνή τους, εγώ είμαι η κιβωτός τους,
το σχήμα τους είμαι εγώ, είμαι το σώμα και το ξέρουν,
για μένα έρχονται
για μένα πάντα έχουν έρθει,
το βλέμμα η αφή ναι προηγούνται
αλλά
εγώ
ηγούμαι.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 6 [Είμαι δικός σου…]

Κατάλογοι. 6: Ο Γλυκίας (απόσπασμα)

[…]
Είμαι δικός σου.
Σε θέλω
με την χαρά που θέλεις να με πάρεις
γιατί με θέλεις και γιατί
θέλω να με θέλεις και γιατί
θέλω να σε θέλω.
Σε θέλω.
Όλες οι φλέβες του φουσκώνουν για να ρουφηχτούν.
Τα γόνατά του οι καρποί του
κνήμες
και κνήμες ω κνήμες
όλοι γλιστρούν οι μύες σαν μέλι ένθερμο
μες στο ημίφως του απλού κοιτώνα.
Το χέρι κάνει
όλη την περιφορά και χάνεται
στον κύκλο που το κέντρο του
σκοτώνει το ποθάλγος.
Και παίρνει όλον τον κατήφορο και καταλήγει
έκθαμβο στις εκβολές
του εκχειλίσματος. Και παίρνει
όλον τον ανήφορο και τρέμει ένθεο εμπρός
στον διπλό δίσκο του ήλιου.
Μεταλαμβάνει.
Οινάρτος.
Μεταλαμβάνει αδιάντροπα και ανυψώνεται αναίσχυντα
στον άφθιτο θρόνο των ώμων
στον άφθιτο θόλο της πλάτης. Εδώ
το χέρι νιώθει λίγο. Εδώ το χέρι μόνον
δεν αρκεί. Η πλάτη είναι εξαντλητική
για χέρια μόνον. Ανοίγουν όσο δεν μπορούν
ν’ ανοίξουν χέρια να γεμίσουν
πλάτη, να πλατιαστούν, το πλάτος της
να φτάσουν οι παλάμες τους.
Ω πλάτη η Πλατυτέρα.
Τα χέρια γονατίζουν. Γονυκλινή προσεύχονται
φωτίζονται κι αγλαϊσμένα
φεύγουν προς τον λαιμό. Εδώ
μένουν εμβρόντητα.
Όλο το πρόσωπο.
Το πρόσωπό του.
Να το κοιτάς από κοντά. Κοίταξέ το.
Να το κρατάς πολύ κοντά. Κράτησέ το.
Πιο κοντά.
Η αφή μεταρσιώνεται από την επαφή.
Ευτυχία των δαχτύλων.
Ευλογημένα δάχτυλα
ηγιασμένα
που τέτοιων εισοδίων αξιώνονται,
δάχτυλα που λιμοκτονούσαν και τώρα
χρίονται με τόση πλησμονή
κτήτορες ποθεού επιστεγάσματος.
Τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του
βαθιά βαθιά μέσα στα μαλλιά του.
Φρενίτις των δαχτύλων
σπασμοί των δαχτύλων μέσα στα μαλλιά του
παράφορες ιαχές, τα δάχτυλα υμνούν πυρέσσουν
αισθάνονται τόσο πολύ που δεν αγγίζουν
εκείνο που αισθάνονται, ξετρελαμένα
δάχτυλα από μικρούς χρυσούς
μελαχρινούς βοστρύχους χαμηλά στους κριναίους κροτάφους
στην κάμψη του ερμαίου λαιμού στους γλυμμένους λοβούς
στην λυρική μετόπη του μετώπου.
Δικά σου τα μαλλιά μου.
Και τα μάτια μου. Δικά σου.
Τα χείλη μου
το σάλιο μου
όλο το σάλιο μου
δικά σου. Φίλησέ με
ανάσανέ με
ρούφηξέ με
πάρε με
παίρνε με
είμαι
όλα δικά σου.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 6 [Το στόμα του…]

Κατάλογοι. 6: Ο Γλυκίας (απόσπασμα)

[…]
Το στόμα του.
Είμαι για να με πάρεις.
Θέλω να με πάρεις.
Είμαι επειδή με θέλεις
επειδή θέλω να με πάρεις επειδή
θέλω να με θέλεις.
Πάρε με.
Πάρε τον πιο ωραίο
τον πιο γόνιμο τον πιο ιερό
από την Ιερότητα την Ωραιότητα
την Γονιμότητα.
Όσο θέλεις. Όσο με θέλεις.
Θέλε
με.
Πες
Δώσου μου
και Δοθήσομαι. Πες το. Δεν είμαι ο φόβος
ο φόνος. Είμαι μόνον για να με παίρνεις.
Παίρνε με.
Το στόμα του. Εύπλαστο. Εύλεκτο. Εύφλεκτο.
Χείλη από καλοσύνη. Εύσαρκα εύτορνα ευπροσήγορα.
Δόντια ευγενή. Γλώσσα του
εύστροφη ευθυτενής ευθύβολη
γλώσσα η χάρις, ευπόλεμος Άρης.
Σάλιο το ήδυσμα.
Χνώτο ηδύπνουν.
Ηδύνει όλη η κοιλότης
όλο το στόμιο ηδύ
ηδυεπές ηδύοσμο.
Ο Ηδύοσμος. Κοίταξέ με,
λέει. Πιάσε με
είμαι όλος και όλως
ασυστόλως ηδονή.
Μη φοβάσαι δεν είμαι ο φόβος ο φόνος.
Ηδυμελής
ηδυπαθής ηδυσταγής
ηδυσμένος.
Ηδονούμενος. Πάρε με
Πάρε με
Η Δήλος μου είναι δική σου. Η Δήλος του.
Άθραυστη
παραδομένη στην λατρεία των απόρων
στην λάτρα των πιστών της των προσκυνητών της
των εμποθούμενων.
Η Δήλος μου είναι δική σου.
Η Δήλος του.
Σμιλευμένη βλάστηση. Ο βλαστός και οι ρίζες
σε εγχάρακτη ευδοκία. Ευωδία μέσ’ απ’ την σάρκα
της Άνοιξης, ευωχία μέσ’ απ’ την Άνοιξη της σάρκας.
Ένα εύθυμο έπος μ’ ευφάνταστη όρχηση.
Ακατάπτωτη εύπορη Τροία
από γενναίο τρίχωμα δασύ και γένος ανατολικό.
Μια Ιλιάδα από δύο ομήρους και έναν αυλό.
Η Δήλος του
είναι δική μου.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 6 [Μάτια από γαλάζιο έρεβος…]

Κατάλογοι. 6: Ο Γλυκίας (απόσπασμα)

[…]
Μάτια από γαλάζιο έρεβος.
Το βλέμμα του προσφέρεται, είναι
για να προσφέρεται. Και μένει
όσο μένει η ανάγκη. Όσο
απ’ όλο το σώμα περάσει ο συρμός
των θρόμβων της ανάγκης.
Δεν απορρίπτει. Δεν αποκρούει.
Δεν αποδοκιμάζει. Διευκολύνει.
Και μένει
για να δίνει.
Του ζητείται, και δίνει.
Του ζητείται, και δίνεται.
Καλός. Ο Ενάνθρωπος. Αυτός που λείπει
αυτό που λείπει απ’ τον άνθρωπο.
Και μόνον άνθρωπος. Μένει εκεί
μ’ όλο το σώμα του και για να το προσφέρει όλο. Γυμνώνει
το σώμα του ως εκεί που η σκέψη μπορεί να γυμνώσει το σώμα
και το δίνει τόσο γυμνό.
Σώμα κατά των θρόμβων της ακάνθου.
Και το δίνεται.
Δεν είναι μόνον σώμα για σώμα. Είναι αυτό που δεν αφήνει
να σκεφτεί η σκέψη άλλο σώμα ούτε σώμα. Η θραύση
του σώματος. Η θραύση
των θρόμβων του σώματος.
Θρομβοθραυστικό.

Πιο ιερός πιο ωραίος πιο γόνιμος
από την Γονιμότητα την Ωραιότητα
την Ιερότητα.
Διαδονείται.
Η γλαυκότητα της πνοής του.
Διαδονούμενος. Η απαλότητα της γης του.
Όλος μια διαδόνηση. Ο τροπικός του εύκρατος.
Προσφέρει την αφή του. Δωρούμενος.
Η σάρκα δεν είναι πριν απ’ αυτόν.
Χαρισάμενος.
Η σάρκα όλη μόνον αυτός.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 6 [Ποθάλωση…]

Κατάλογοι. 6: Ο Γλυκίας (απόσπασμα)

Ποθάλωση.

Έρχεται μόλις τον καλούν.

Ο ποθηγέτης ο ποθηλάτης
ο ποθιορκητής.
Αυτός που ποθαλώνει.
Ο ποθιούχος.

Επικαλούνται τ’ όνομά του –
το ποθόνομα – και
έρχεται αμέσως.

Καλοσύνη.
Καλοσύνη της καλλοσύνης.

Όλος εδώ.

Τα φέρνει όλα.
Έρχεται όλος και όλως.
Καθόλου αλλού.
Τίποτα δεν αφήνει σ’ άλλον.
Τα τελειότερα
ποθάρματα. Ευειδή.
Τα φέρνει όλα μαζί του. Ευθαλή.
Για την ολοκληρωτική ποθάκτηση
την αποκλειστική ποθήλωση.
Τα τελειότερα
τα ευγενέστερα
τα ευκλεέστερα ποθάρματα.
Ευάρεστα. Ευδιάθετα. Ευαγή.
Για την κατατρόπωση της ποθάγχης.

Φιλάει.
Φιλάει τα πονεμένα σημεία με όλο το στόμα.
Αίμα στο σχήμα ζεστό των χειλιών του.
Αφήνει το αίμα ζεστό να ζεστάνει
το χιόνι εκεί που χιόνισε φεύγοντας
η αγάπη νύχτες πολλές.
Νύχτες πριν απ’ αυτόν. Πριν πολλές νύχτες.
Πολλές οι Πριννύχτες.
Φιλάει με όλο το στόμα
όπως κανείς δεν φιλάει εκεί
τα σημεία που πάγωσαν.

Φιλιά Μετανύχτια.
Τα πρώτα φιλιά. Διακόπτουν
τον πάγο. Κάμπτουν τον εθισμό
στην ακαμψία, τήκουν
την μαύρη παράλυση, διαλύουν τα ίχνη
αισχρά πριν τη διάλυση. Επουλώνουν
πουπουλώνουν.

Είναι αυτός που δίνεται.
Έρχεται να δοθεί.
Είναι αυτός που δίνει. Αυτό που δίνει
αυτός, κανείς δεν το δίνει. Κανείς
δεν έρχεται. Κανείς
για να δοθεί. Αυτός
για να παραδοθεί. Η ποθαρχία
σε ολική παράδοση.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 5 [Ανθρωπίαση. Ίαση από άνθρωπο…]

Κατάλογοι. 5: Η Θεά του Τέλους (απόσπασμα)

Ανθρωπίαση. Ίαση από άνθρωπο.
Προσπάθεια να τον κρατήσει. Να τον αισθανθεί.
Και απ’ αυτόν να αισθανθεί.
Ξανά. Προσπάθεια να τον φιλήσει
να τον ψηλαφίσει. Προσπάθεια που καταβάλλει
η προσπάθεια να τον φτάσει και να τον ξυπνήσει να τον κάνει
να θελήσει. Προσπάθεια
να μην τον χάσει. Ξανά. Απ’ την αρχή. Ξανά απ’ την αρχή.
Κάθε προσπάθεια, τον χάνει. Κάθε προσπάθεια,
προσπάθεια για την προσπάθεια που διαψεύδει
την προσπάθεια την αποτρέπει κι όλο προτρέπει
στην προσπάθεια,
ξανά ξανά.
Η αποθάρρυνση που φέρνει την ενθάρρυνση
που ξαναφέρνει άρρηκτη την αποθάρρυνση,
νίκες που κραταιώνονται με ήττες, απελπισία
πιο εύρωστη από την ελπίδα που την ανανεώνει η απελπισία
με πυγμή συνωμοτώντας. Μια συμμαχία απρόσιτων
απρόσθετων απρόσμικτων εχθρών. Μια έλλειψη ανελλιπής.
Η πάθηση.
Όταν λείπει εκείνος, η έλλειψη είναι ντροπή.
Στυγνή απώλεια ελέγχου. Και αίσθημα αισχίστου
γήρατος εσχάτου και αποτρόπαιη συναίσθηση μιας δυσμορφίας
κι αναπηρίας δυσοσμίας
μιας δύσβιας και δύσβατης
δυσαρμονίας.

Ισχυρότερη
έλξη προς άνθρωπο
από άνθρωπο δεν υπήρξε στον άνθρωπο.
Δεν θα είναι ποτέ ισχυρότερη, δεν μπορεί.
Έλξη και
Έλξη
προς αυτόν που σε έλκει σαν να σου αφαιρεί
τον επενδύτη της ζωής και δεν σ’ αφήνει παρά
με την ποινή της σάρκας και με τους χτύπους της που ξεφωνίζουν
στην πιο στενή στιγμή των δρόμων με τ’ αυτοκίνητα
να βάφονται κορνάροντας μες στα χυμένα αίματα
και τα παπούτσια να κλωτσάνε τραγουδώντας τα χυμένα αίματα
και τα γρυλίσματα σαν γέλια να βοθρώνουν
τα χυμένα αίματα κι η σάρκα να μην είναι
σάρκα
αλλά
αποσάρκωση.
Έλξη
Έλξη.
Και
όχι μόνον ο άνθρωπος να λείπει. Να λείπει όταν δεν λείπει.
Κι όταν τον έχεις, να μην κατέχεις. Όχι για κατοχή
μα για να είναι
περισσότερο αυτός. Και
όχι μόνον να φεύγει. Να φεύγει
σα να μην ήρθε να μην άφησε.
Να ήρθε σα να έφυγε πριν φύγει. Έλξη
σαν έλκος.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 5 [Πάσχει από άνθρωπο…]

Κατάλογοι. 5: Η Θεά του Τέλους (απόσπασμα)

Πάσχει από άνθρωπο.

Παράδοξη πάθηση.
Δεν πάσχουν όλοι. Την δίνουν όλοι. Είναι κρυφή
αλλά δεν κρύβεται. Εκτίθεται. Τόλμη
πανίσχυρη ανεξάλειπτη τόλμη, έρχεται πριν την αρχή και φτάνει
ως εκεί που δεν φτάνει το τέλος. Απ’ την αρχή βλέπεις μ’ αυτήν
το τέλος πριν το τέλος. Το βλέπεις δεν μπορείς
να μην το βλέπεις. Αυτό είναι
το τέλος. Να μην μπορείς
να μην το βλέπεις. Το τέλος μόνον. Γιατί μ’ αυτήν το τέλος
είναι στην αρχή, το τέλος είναι
η αρχή που είναι μόνον
τέλος, τέλος αφάνταστα και τέλος αμιγώς
τέλος απρόσιτα εγγύτατα, μία απαρασάλευτη
ευθεία χωρίς λίκνισμα καμιά καμπύλη
σε χρώμα πολλές κλίμακες πιο κάτω απ’ το μαύρο
χωρίς αυξομειώσεις απ’ την αρχή μέχρι το τέλος
που δεν ξαναγυρίζει στην αρχή που είναι μόνον τέλος.
Η πάθηση.
Την εξοπλίζεις όταν την απομακρύνεις. Την εξοπλίζεις
όταν δεν την αποδέχεσαι. Όταν την αποδέχεσαι,
δεν αφοπλίζεται. Όσο σ’ εγκαταλείπει,
δεν σ’ εγκαταλείπει. Σ’ εξασθενίζει με μια δύναμη
που ενισχύεται από την μεγαλύτερη αδυναμία. Έρχεται
μόλις φεύγει. Ποτέ δεν χάνει. Ελπίζει
συνεχώς. Παίζει. Δολοπλοκεί. Σαρκάζει. Ενεδρεύει και
εξυφαίνει αντιφάσεις. Και επιμένει. Ασυνεπής. Ανυποχώρητη.
Όλα σ’ αυτήν προϋποθέτουν το καλό αλλά το άλλο
έρχεται. Δεν το αντέχει βάρος
τόσο απείρου σώματος το εσωδερμικό σεντόνι,
σώμα τόσο παντού και τόσο σώμα ώστε λιπαίνονται
οι τοίχοι από τις κλιμακώσεις
από τις κορυφώσεις του μυαλού. Συσπειρωμένη
με παράκληση γονυκλινής όλη
η σάρκα δαγκώνεται κηδεύεται αλλά υμνεί αυτό,
ζει μόνον γι’ αυτό που δεν παρέχεται καθόλου από έλεος
αλλ’ από ζήλο τύφλωση και άφρισμα
και κοχλασμό, από μια υπερέκταση μιας ανυπέρβλητης
μελίστατης ορμής ανυπολόγιστης
που σκάβει σκάβει και γεμίζει όλο
το σώμα μ’ ένα τέλος πύρινο που είναι
μόνον η αρχή. Αυτό που δεν ζητείται
αλλά δίνεται και παίρνεται χωρίς να του ζητείται όταν
η σάρκα σφύζει και καρφώνεται και χωρίς σκέψη
χωρίς λέξη από θεία έλξη ανελέητα και εκθαμβωτικά
με θάμβος που εχθρεύεται το έλεος και όμως ελεεί,
μια ίαση που ανταμείβεται μ’ ευχαριστήριες
κραυγές όταν αγγίζονται
τα χείλη την στιγμή που αυτό θέλουν πιο πολύ
και δεν μπορεί να τα χωρίσει τίποτα και τότε
τότε
μπαίνει το ένα αίμα μέσα στ’ άλλο αίμα
συναιμάσσονται.
Η πάθηση αυτό
δεν το αφήνει.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 5 [Θα πάντα εκεί…]

Κατάλογοι. 5: Η Θεά του Τέλους (απόσπασμα)

Θα πάντα εκεί.
Αμετακίνητη. Εγώ το αποφάσισα,
που δεν σκέφτομαι,
που δεν έχω εξήγηση γι’ αυτό όπου έφτασα.
Δεν θα με καταλάβετε. Θα έχουν
τελειώσει οι λέξεις αλλ’ ακόμα
δεν θα με καταλάβετε. Δεν θέλω
να κλάψετε για μένα, να κλαίτε
από μένα, να λέτε ότι σας συγκίνησα, να μην το λέτε,
ακούστε μόνον ολόκληρη, μέχρι το τέλος μου. Έλεγα
αν δεν μιλήσω δεν θα φτάσω, αν δεν σας συγκινήσω
δεν θα γίνω, αν δεν με νιώσετε εσείς δεν θα σωθώ.
Όχι. Όχι. Κοιτάξτε με τώρα. Εγώ το αποφάσισα.
Είπα Εδώ θα σταθώ
εδώ για πάντα.
Δεν θα φύγω. Έφτασα.
Στραφείτε όλοι προς εμένα Θα μιλήσω.
Ένιωθα σαν
πεθαμένη ποίηση. Κι ένιωθα
σαν την ποίηση που μαχαιρώνει
αυτόν που δεν μπορεί
να την γεννήσει και μόνη αναγκάστηκα
να γεννηθώ. Στρέψτε όλοι τα μάτια.
Ορασθείτε με. Γίνετε
οι οραστές μου. Ήμουν
η ποίηση που δεν μπορεί να γεννηθεί. Και ωτασθείτε με.
Γίνετε οι ωταστές μου. Και αναγκάστηκα
να γεννηθώ για να μη μείνει από μένα πίσω
τίποτα, και αναγκάστηκα να γεννηθώ
για να μη γίνει από μένα πίσω
τίποτα, και αναγκάστηκα για να βρεθώ εκεί όπου η γέννηση
αυτή θα μ’ άφηνε να φτάσω, εκεί όπου
σε ένα μόνον τίποτα αφήνεται να φτάσει όταν αυτό
πια αναγκάζεται
να γεννηθεί. Και δώστε μου τις λέξεις που μου κρύβετε,
ποτέ ποτέ δεν μίλησα,
κρατάτε τις τραχύτερες κρυμμένες,
δεν μίλησα ποτέ δεν μίλησα, εκείνες που χρειάζομαι,
εκείνες με τα δόντια, με τους γάντζους,
τις πιο δύστροπες πιο δύστροφες
που μπήγονται και βγαίνουν με τους πόνους,
τις δύστοκες
δυσάγγιχτες. Μ’ αφήσατε τον κόσμο
χωρίς λέξεις. Φαντάστηκα όλες τις λέξεις που δεν είχα,
είμαι οι λέξεις που φαντάστηκα. Τώρα που έφτασα,
σταθείτε μακριά, λύκοι
της μέρας λύκοι
της νύχτας, δεν θα με φτάσετε
εδώ που έφτασα, θα σας τυφλώσω
με το ύψος μου, και θα σας κάψω
μ’ όλη την ποίηση που αναγκάστηκα
άγραφη μόνη μου να γεννήσω.
Η αγάπη δεν υπάρχει.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 5 (1)

Κατάλογοι. 5: Η Θεά του Τέλους (1)

[…]
Έπασχε από άνθρωπο.

Θα μείνει για πάντα εκεί.
Όρθια
με το κεφάλι πίσω. Με το κεφάλι
απροσμέτρητα
ψηλά και πίσω. Τα μάτια παρμένα
απ’ τ’ άστρα.
Μάτια με μάτια με τ’ άστρα.

Δεν ακουμπάει πουθενά. Η ράχη της
στηρίζεται στην ράχη της.
Τα πόδια ανυπόδητα νιώθουν ωμό το χώμα.
Σ’ αυτά
μπορεί να βασιστεί
σε ύψος απροσμέτρητο.

Φορά το πιο γυμνό φουστάνι.
Εκείνο που απέφευγε.
Φορούσε όσα την έντυναν. Ολόκληρο
το σώμα βρήκε απεριόριστα το σώμα. Αυτή η άσεμνη
έκθεση των φλεβών της την καθησυχάζει,
η έκρυθμη δήμευση των οστών της,
νιώθει πως έφτασε,
αυτή η αδιάντροπη ρεύση των νεύρων της,
εκεί που πάντα
ένιωθε πως ήθελε να φτάσει. Εκεί που έφτασε.
Θα είναι πάντα εκεί.
Αβλέφαρα κοιτώντας
με μάτια εξόφθαλμα στα μάτια
τα άστρα.
Πανόραση. Δεν έχει
πού αλλού και άλλο τίποτα να φτάσει.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 5-8, Οι σκηνές του μαρτυρίου (1986) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 4 (3)

Κατάλογοι. 4 (3)

[…]
Το ποίημα.
Το ποίημα μια μπόχα, αλλά το ποίημα, μια απέραντη μπόχα που καίει σπαρτά,
το ποίημα μοναχό του ξεσφίγγει τα μέλη, μέσα στην κρινολίβωση των υγρών,
μέσα στην αχελάτωση των μυών, μέσα στον οστεανισμό των παλμών,
μέσα στη φριχώλαση των δαχτύλων, το ποίημα, μέσα στην πρώκτωση των γλωσσών,
μέσα στη μουναίρεση των συνθημάτων και των εξαγγελιών, μέσα
στην τριχελάτωση των προβλέψεων και των αξιωμάτων, εκεί, το σώμα
σφαγμένο απ’ τα σεντόνια και συλημένο απ’ τη σιχασιά του,
με την αποφορά να σαπίζει μέσα στο μαξιλάρι
και την καρδιά πεταμένη κάτω από την αναρίθμητη κλωτσιά,
κανένα χέρι, καμιά φωνή, η λευκή σιωπή των τοίχων,
η πορώδης ανάσα των επίπλων,
εκεί, το ποίημα, μοναχό του.

Το φως αρχίζει πολύ χαμηλά.
Το φως αναθρώσκει από πολύ χαμηλά
και τίποτα δεν φτάνει πιο ψηλά απ’ το φως.
Όποιος θέλει το φως, ας πάει εκεί που φτάνει το φως,
και κανείς δεν φτάνει πιο ψηλά από κείνον που φτάνει το φως.
Όποιος θέλει το φως, ας πάει εκεί που φτάνει το φως,
και κανείς δεν φτάνει πιο χαμηλά από κείνον που φτάνει στο φως.
Τόσο χαμηλά δε φτάνουμε ποτέ,
γιατί το φως αρχίζει πιο πάνω απ’ όλα,
και τόσο ψηλά δε φτάνουμε ποτέ, γιατί το φως αρχίζει πιο κάτω απ’ όλα.
Όποιος θέλει το φως, ας ξεχάσει το φως,
ας κλείσει τα μάτια κι ας το ξεχάσει,
ας γυρίσει τα μάτια ανάποδα κι ας κοιτάξει τα άκρα του,
γιατί αυτά είναι το φως.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 4 (1)

Κατάλογοι. 4 (1)

Η απέραντη κούραση, η διάλυση του μυαλού,
το βρόμικο σώμα, το στεγνό σώμα, η απορία του σώματος,
το αδιαχώρητο της ανάσας μέσα στο στόμα,
τα χολεριασμένα εσώρουχα,
η εφιαλτική ακαταστασία στο τραπέζι, ψωμιά σαν τσαλακωμένα χαρτιά,
χαρτιά σαν ξεραμένα ψωμιά, η εφιαλτική ακαταστασία
στο κρεβάτι, μια αναγούλα που τραβά το μισό πρόσωπο
και το καρφώνει στον απέναντι τοίχο σαν τεντωμένο πόδι,
τα δάχτυλα που δεν αισθάνονται πια τίποτε,
τα δάχτυλα που δεν έχουν αγγίξει από τον θηλασμό την ύλη
των άλλων δαχτύλων, μια ησυχία που δεν είναι ησυχία,
μια γαλήνη που είναι η ανάποδη της γαλήνης, μια ακινησία
που δε λέει το αληθινό της όνομα,
τα πράγματα που δεν συμπαραστέκονται,
οι αναποδογυρισμένες παντόφλες, η μία παντόφλα λοξά δίπλα στην άλλη,
η σκόνη βυθισμένη στα πεταμένα ρούχα, στα μαυρισμένα τριαντάφυλλα,
μέσα στους πόρους των ξύλων, η συντριβή της φαντασίας,
ο τρόμος μπροστά την επανάληψη των ίδιων επικλήσεων της ψυχής,
οι ίδιοι ρυθμοί,
τα βρόμικα πιάτα,
η παράλυση των ματιών μπροστά στην εκατόμβη που πλημμυρίζει το νεροχύτη,
ψόφια έντομα παντού, κλωστές, πατημασιές,
μυστικά, λεκέδες, ενοχές,
μια βαριά ατμόσφαιρα από αναβολές,
το κακοβγαλμένο πουκάμισο σε σχήμα συσπειρωμένου θηρίου,
το βρόμικο σώμα, η διάλυση του μυαλού,
τα παγωμένα δόντια, τα άλογα,
τα άσπρα άλογα που περιμένουν πίσω απ’ την κουρτίνα,
ο καπνός θυσίας που αναθρώσκει απ’ τα σεντόνια,
το τοπίο εκτελέσεων που σμιλεύουν οι κουβέρτες στο κρεβάτι
σαν ιδιωτικό εξιλαστήριο,
σελίδες ημερολογίου στο κομοδίνο με τα καταπραϋντικά,
«αν θες να μη συνεχιστεί η ζωή σου σαν τέτανος»,
κι ένα ποτήρι πεθαμένο νερό στο πλάι,
το μαξιλάρι
σε σχήμα ξαφνικής αρρώστιας, οι απότομες κουμπότρυπες
σαν αναπάντεχη συμφορά που σφίγγει το ουρλιαχτό σα συρματόσχοινο
γύρω απ’ τον εγκέφαλο,
το ταβάνι με τις αποκρουστικές πεδιάδες του,
τα πονεμένα πόδια που τραβάς τις κάλτσες
και φεύγουν κι αυτά μαζί,
η κατάρρευση όλων των εκφράσεων απ’ το πρόσωπο,
η έκπτωση όλων από το θρόνο του προσώπου,
το πρόσωπο λεηλατημένο σα θρόνος,
κάθε κίνηση του σώματος ένα κύμα μαύρου βούρκου αφήνει πίσω της,
κάθε κίνηση, αργή σαν εξομολόγηση,
ανασηκώνει στροβιλίζοντα κύματα ιστών αράχνης
κουβαριασμένα μέσα σε τρικυμισμένους όγκους απύθμενου νερού,
το άδειο σώμα, το σκοτάδι του μυαλού, η αξιοπρέπεια της καρέκλας,
η προχωρημένη ώρα μέσα στη νύχτα που κάνει μαρτυρικό τον τυφλό τοίχο
όπου αρχίζει σαν πόνος να υψώνεται το χλωμό όραμα της πρωινής φρίκης,
η αγάπη
αν υγρασία ψαριού σε διπλωμένο χαρτομάντιλο,
η αγάπη
σαν υγρή κάλτσα πεταμένη κάτω από το κρεβάτι,
το δωμάτιο
σε σχήμα χειρουργείου, με μια ανοησία χυμένη επάνω σ’ όλα,
το αργό ξέντυμα,
η ανάδευση όλων των οσμών σαν μέσα σε ήσυχο νερό του απογεύματος,
οι τρίχες σε ύπουλη στάση,
ο επιφανειακός λαβύρινθος της αναίσθητης σάρκας,
η σιωπή των σπλάχνων
σαν υπόγεια αίθουσα μουσείου
με σαρκαστικό φεγγαρόφωτο απ’ το πάτωμα,
οι κοιλότητες, οι ζάρες, τα πένθη των γραμμών,
οι απολήξεις των άκρων σαν υπενθύμιση της συντέλειας του κόσμου,
η γύμνια,
η μνημειακή γύμνια,
σαν κραυγή μέσα σε ύπνο μ’ ανοιχτά μάτια
μέσ’ από ένα στόμα πιο μεγάλο απ’ το σώμα που το έχει,
τα ποδοβολητά των εξεγερμένων και των ελεεινών,
το σκοτάδι του μυαλού, το μυαλό
σαν άδειο σώμα, η συντριβή του μυαλού,
το μυαλό σαν βρόμικο σώμα, σαν χολεριασμένα εσώρουχα,
τα ποδοβολητά από όλες τις μεριές των εξεγερμένων
και των ελεεινών,
το σφάξιμο ενός φτωχού μανάβη στον δρόμο,
η ψυχή
σαν ένας φτωχός μανάβης κατασπαραγμένος στη μέση του δρόμου,
σαν το αίμα μέσα από το στόμα του μανάβη που ακόμα τρέχει,
η προέλαση των στρατευμάτων μέσα στο κατακτημένο έδαφος
της φίλης χώρας που αλώθηκε σαν προαιώνιος εχθρός,
η εξόντωση των αμάχων πληθυσμών,
οι ανοιχτοί τάφοι με τα κομμένα κεφάλια,
ένας ασίγαστος κρότος πυρκαγιάς μες στον αριστερό τοίχο,
μια αηδία μέσα στο απλωμένο σώμα, τα δάχτυλα έξω απ’ την κουβέρτα
για να μην τραυλίζουν απ’ την αηδία,
το μυαλό ανασηκώνεται κάτι να πει — μα ξαναπέφτει,
σμήνη λαού που προελαύνουν θριαμβευτικά
και εξολοθρεύονται και ξανασηκώνονται και ξαναπέφτουν,
τα νέα διατάγματα,
οι αλλαγές φρουράς, οι αλαλαγμοί, οι αλλαγές συμβόλων,
οι αλαλαγμοί, η απαγόρευση της κυκλοφορίας,
η νύχτα,
βροχή από θειάφι, το ξύπνημα των ηφαιστείων,
ο θυμός της γης, κοπάδια ερπετά μέσα στα μάτια των ανθρώπων,
γύρω από τις γλώσσες σαν ατέρμονες φράσεις,
σπέρνοντας δηλητήρια στα σώματα,
η καταστροφή του αναπνευστικού συστήματος,
η εξάπλωση των ζώων,
ο τρόμος σα μάτι που τρώει ολόκληρο το στόμα
και φτάνει μέχρι τις πατούσες σφαιριάζοντας τα όργανα όλα,
ένα σχοινί τεντωμένο και στη μια του άκρη
μια βάρκα
και στην άλλη ένα διάφανο χέρι,
ένα σχοινί που κεραυνώνεται και το χέρι τρελαίνεται μαυρίζοντας,
ναυάγια, το σκοτάδι,
το αιμοφόρο σκοτάδι,
μια θύελλα γύρω από τα σεντόνια με το σχήμα του απλωμένου σώματος,
το άδειο σώμα, το σώμα σα σκοτεινό μυαλό, σώμα
σαν βρόμικο μυαλό,
σώμα σε σχήμα συντριμμένου μυαλού,
η στάχτη, η στάχτη,
πάλι και πάλι αυτή, η στάχτη
που κάνει τον άνθρωπο συνεπή με τα τέλη του,
η μάταιη κίνηση του χεριού μέσα στα σεντόνια,
το φάντασμα του στόματος που φτύνει τα δόντια του
πάνω σ’ αυτόν που του ’φαγε τα χείλη αφήνοντας
μόνο τη σκοτωμένη πορφύρα των ούλων,
η πανωλεθρία των εκφράσεων επάνω στο πρόσωπο,
στέρνο σαν πεδίο μάχης μετά την αλληλοεξόντωση,
η συντριβή της δικαιοσύνης,
θάνατοι από επαναλήψεις, κατολισθήσεις πόλεων,
κατολισθήσεις πόλεων σαν καταρρεύσεις των εκφράσεων από το πρόσωπο,
πόλεις σαν τρομαγμένα πρόσωπα,
πρόσωπα σαν αλάφιασμα μεραρχιών από κρόταφο σε κρόταφο,
το μαρτύριο της οράσεως,
η καταδίκη στο μαρτύριο της οράσεως,
εκθρονίσεις,
αστραπιαίες μεταβολές καθεστώτων προς το χειρότερο του καλύτερου,
απεργίες, στάσεις, πορείες,
ανταλλαγές πληθυσμών, αναμορφώσεις γιγαντιαίων εκτάσεων,
τα έγκατα της γης σε φαγωμένους λαιμούς,
πυρπολισμοί, δολοφονίες ποιητών επάνω στο ποίημα,
το ποίημα,
δοσοληψίες για την επικράτηση των μελανότερων σφαγέων,
το ποίημα,
εξαγορές για την επιβολή των ειδεχθέστερων απατεώνων, των δολοφόνων,
των ελεεινών,
το μυαλό ανασηκώνεται, κάτι θέλει να πει,
μια βοή από απέραντο αίμα,
διαβουλεύσεις για την απόλυτη κυριαρχία των ελεεινών,
θέλει κάτι να πει μα ξαναπέφτει,
δεν μπορεί, το μυαλό θέλει — μα ξαναπέφτει,
οι αυτοκτονίες.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 4 (5)

Κατάλογοι. 4 (5)

[…]
Άκουσε τη φωνή σου
και κραύγασε
κραύγασε
κραύγασε
από τον ήχο της φωνής σου,
γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο τρομερό
από ολόκληρο τον ήχο του μυαλού,
από ένα μυαλό που ακούει
ολόκληρο τον ήχο του μυαλού,
μέχρι το τέλος,
μέχρι εκεί που τελειώνει το μυαλό
έχοντάς τα αφήσει όλα πίσω
και μην έχοντας να προχωρήσει άλλο.
Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο τρομερό απ’ αυτό.
Γιατί αυτό είναι το γκρεμιόλβιο, το ωλιάχτιο, το τρισευμόλπιο,
κι αυτό είν’ όλο.
Υπάρχει ανάμεσα στους εδώ και προς τα εκεί,
και θέλει μα δε μπορεί,
μα θέλει και στέκεται,
μα μπορεί επειδή στέκεται εκεί,
το μυαλό σαν άδειο σώμα, σαν παγωμένα δόντια,
στέκεται,
ανάμεσα στους εδώ και στους εκεί,
η συντριβή του μυαλού, το τραυλισμένο σώμα.
Ανασηκώνεται και ξαναπέφτει,
ριζόσχημο χώρισμα, αιμοδιψές κενό,
ακούει τη φωνή του
και κραυγάζει
κραυγάζει
κραυγάζει
από τον ήχο της φωνής του,
γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο τρομερό
από ολόκληρο τον ήχο του σώματος,
από ένα σώμα που ακούει
ολόκληρο τον ήχο του σώματος,
μέχρι εκεί που τελειώνει το σώμα.
Γιατί εκεί μιλούν αυτοί που δε συνομιλούν ποτέ αλλιώς
κι αυτό περιμένουν,
γιατί σ’ αυτό συνομιλούν,
κι αυτό είν’ όλο.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο τρομερό απ’ αυτό,
μετά απ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε,
έχοντάς τα αφήσει όλα πίσω
και μην έχοντας να προχωρήσει άλλο.
Μέχρι εκεί που τελειώνει το μυαλό.
Μέχρι εκεί που τελειώνει το σώμα.
Μέχρι εκεί που τελειώνει το σώμα.
Μέχρι εκεί που τελειώνει το μυαλό.
Μέχρι εκεί που τελειώνει το σώμα.
Κι αυτό είν’ όλο.
Μέχρι εκεί.
[…]

Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Δημήτρης Δημητριάδης