Τάκης Γραμμένος: Μορτ σεζόν (III)

[Ενότητα Μορτ σεζόν]

III

Μέρες εφύλαγα τους ίσκιους
Δεκαπενταύγουστο καιρό
και φεγγάρι δεν είδα.

Με τον Σεπτέμβρη πήραν οι βροχές
κι η λίμνη φαίνονταν σταχτιά σαν πέτρα
έτσι που, όταν κατέβαινα στον πάτο της
δε γινότανε να βλέπω τα σπίτια της πόλης
τους δρόμους και τις περικόσμητες ενδυμασίες
ανθρώπων εξόριστων
που μιλούσαν χαριτωμένα τ’ απογέματα
γύρω απ’ το κεντρικό ρολόι της Μητρόπολης.

Μια εποχή πιο ύστερα
ένα βράδυ δώδεκα η ώρα
έκρωξαν όλες νερόκοτες μαζί
και βγήκ’ ένα φεγγάρι
κόκκινο σαν το αίμα.

Από παλιά θυμόμουν τ’ αργυρό μονάχα
τη μια μετά από βροχή
παραμονές Χριστούγεννα πρωί στις πέντε χαμένο
πίσω απ’ τα ρουμπινένια κεραμίδια
τ’ ολοφώτιστου ναού
την άλλη πίσω απ’ το τζάμι το γυμνό –
και βγήκ’ ένα φεγγάρι κόκκινο σαν αίμα.

Ήρθε με πέλματα γυμνά
και μάτια κόκκινα
δεμένα με κλωστές από τ’ αστέρια.
Κρατούσε έν’ άλλο φεγγάρι στα χέρια της, γλυκύφεγγο.
Τότε πίσω απ’ το ντενεκεδένιο γκαράζ
ένα παρατημένο του χειμώνα πουλί
ηχηρό και άφαντο
έβγαλε φωνίτσα και είπε:

«Ρόδο της ψυχής μου χρυσό
μονάχο σε δέντρο
με κίτρινα φύλλα φλεγόμενα
κι έρημο
τρικυμίζει ο αέρας με τα κινήματά σου
και το κρήδεμνο των μαλλιών σου τ’ αστροκέντητο
θαλασσοδέρνει.»

Ύστερα ήρθε μια με μύτη γρυπή και με υάκινθους
φαιώδης και μικρά παντελώς
σαν την ποιήτρια Σαπφώ
στη μνήμη των παπύρων της Αλεξανδρείας
κι αρχίνησε να χορεύει πάνω στις λάσπες
έναν ανόργανο χορό
όπως τα ξεραμένα φύκια
γύρω απ’ τα πεύκα με τον αέρα.

Και να ψέλνει παράφωνα.

Κι ένα άλλο μαδημένο πουλί
πίσω από έναν άσπρο τοίχο
έβγαλε φωνίτσα κι είπε:

«Έτσι, κρατώντας μιαν ανθοδέσμη
θα ξεφύγω την Κυριακή πάνω σε ράγες
κι αστραπιαία θα μικραίνω σα μια κουκκίδα
κάπου στον ελαφρά κόκκινο
θαλασσινόν ορίζοντα.»

Και το πρωί ο ήλιος σαν τρίχινο πανί.

Καστοριά 1972

Από τη συλλογή Τρίτη ιστορία (1981) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Advertisement

Τάκης Γραμμένος, Οι άγιοι λυχνούχοι των Βαλκανίων

[Ενότητα Πόλεις]

III

Οι άγιοι λυχνούχοι των Βαλκανίων

Σα βασιλιάδες μέσα σε δωμάτιο σκοτεινό
συζητάνε χαμηλά οι συνειδήσεις των πόλεων.
Έξω στους δρόμους πάνω σε κολόνες
άγιοι λυχνούχοι φέγγουνε για τους περαστικούς.

Δεν έχω να πω για καμιά μυθολογία
ήρεμη σαν τους καιρούς
καθώς γυρνάν τα φύλλα.
Αλλά αυτές τις Κυριακές του φθινοπώρου που θα ’ρθουν
θα πάρω και πάλι το κατασκότεινο τρένο
με κινήσεις σαν έκρηξη άστρων
να πάω να βρω τα κύματα των ανθρώπων
στους κεντρικούς δρόμους και στις αγορές
την κατάνυξη των διαφανειών στης θάλασσας το πρωινό
τη μελαγχολία των κίτρινων φύλλων
την συγκίνηση των αγαλμάτων
που ο χαλκός τους μια μέρα θα λιώσει
και θα γενεί ποτάμι με φωτιές στους δρόμους
ή και ψυχές, όπου θα ξεγλιστράν σαν τους αέρηδες
μέσ’ από τις πτυχώσεις των παλτών
τις ράγες των τραμ
και τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς.

Τότε, γυναίκες σαν τις μακεδόνισσες
θα με κεράσουνε κρασί
να ραντίσω τριγύρω να ’ρθουν οι νεκροί
σ’ ένα χωριό του βορρά πλάι στις ράγες των τρένων
όλο ομίχλες.

Κολοσσικοί ρυθμοί με ξετινάζουνε
σε τούτες τις πόλεις και τα χωριά
και πέφτω σα σκουπίδι στους δρόμους
από ψηλά
χορεύοντας με χίλιους ήλιους μπλε
χωρίς σελήνες
πιάνοντας παρέα με παραδείσια πουλιά
και πέφτω σα σκουπίδι στους δρόμους
πάνω στα μαρμαρένια αλώνια
καθώς τρία μαύρα πουλιά ρίχνουνε σκιές
στο λιμάνι της αποικίας.
Τρία μαύρα πουλιά
άγριοι δολοφόνοι των ημερών μου
μαυρίσανε τα κύματα

Ίσως γιατί εμείς, δε μεγαλώσαμε σε εποχή
όπου μοντάρουνε δύο και τρεις ιδεολογίες
αλλά σε μία εποχή
όπου μοντάραν πολυκατοικίες
κι όπου τ’ αγάλματα, άμα μιλούσαν
λέγανε πράγματα ποιητικά
μέσα σε ακάλυπτους χώρους και σε σύννεφα
μιας πόλης προσιτής μονάχα σε κηδείες.
Μιαν άλλη μέρα θα πάρω το τρένο
και θ’ ανέβω πλάι στο φεγγάρι σχεδόν
ν’ ανακαλύψω τις ιδιορρυθμίες και το μεγαλείο
των ποιητών που καίγονται στους γαλαξίες
και τη ζοφερή ιεραρχία
της αρρυθμίας των πόλεων

Από τη συλλογή Τρίτη ιστορία (1981) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Σύνορα (παραλλαγή)

Σύνορα (παραλλαγή)

[Ενότητα Μορτ σεζόν]

VI

Στις πεδιάδες και στα τραπέζια της Κυριακής
πρόσωπα πετάνε γύρω στο μαγαζάκι του Ραντουμίρ
αργά το βράδυ μετά τις δώδεκα
όταν σιγούνε με τον εθνικό τους ύμνο ένας μετά τον άλλον
οι σταθμοί της Ευρώπης και των Βαλκανίων

γύρω σε καλλιμάρμαρα ηρώα
πέντ’ έξι μέτρα μπόι, μοναχικά
μέσα στην κόλαση της ιστορίας των συνόρων.

1978

Από τη συλλογή Τρίτη ιστορία (1981) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Μορτ σεζόν (Ι)

[Ενότητα Μορτ σεζόν]

I

Γύρω στις δώδεκα το βράδυ
το ’σκαγε και το τελευταίο τραμ
π’ άφην’ από ένα φανατικό κάθε φορά
μπρος από το μαγαζί
που ’χε δυο δάχτυλα σκόνη παντού.
Με μια γκαζόλαμπα στο παραμέσα
κι ένα πορτατίφ αδύνατο στο παραέξω, μ’ εφημερίδα.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ.

Έμπαινε μέσα και καθόταν ένας άλλος
που ’σφιγγε δάχτυλα χοντρά με τέχνη
καθώς χτένιζαν
τα τελευταία φτερά του παγονιού
πάνω στο χρυσάφι.
Σήκωνε τότε το κεφάλι
με το δεξί το μάτι κατακόκκινο
πίσω απ’ το φακό, σα να χυνόταν
όπως δυο δράμια λιωμένο χρυσάφι στο καλούπι.

Τα χρόνια εκείνα ήτανε όλο φαρμάκια.
Στις εκκλησιές των λεωφόρων με τα τραμ
και στις άλλες των συνοικιών
είχ’ ένα φως κίτρινο μέρα νύχτα
σαν εκείνο που βγαίνει κατά τη δύση
ύστερ’ από μεγάλη καλοκαιριάτικη βροχή.

Νωρίς τ’ απόγεμα της Μεγάλης Παρασκευής
έβγαιν’ ο Χριστός του Αγίου Μηνά στους δρόμους
ζωγραφισμένος πάνω σε πανί
για να τον κλάψουν οι επαγγελματίες.
Ο καημένος.

Τότε η μάνα μου μ’ ανέβαζε
πάνω σε ξύλινο σκαμνί
φτιαγμένο πίσω απ’ τα τείχη
με τους σταυρούς και με τα χρίσματα
κι έβλεπα την περιφορά καλύτερα
μπρος απ’ το μαγαζί…

Σημείωση του ποιητή
Μορτ Σεζόν: έτσι άκουσα να λένε παλιοί της Θεσσαλονίκης την εποχή μετά τα Χριστούγεννα που λιγόστευαν πολύ οι δουλειές.

Από τη συλλογή Τρίτη ιστορία (1981) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Μονωδίες πολιτιστικού παράγοντα (II)

[Ενότητα Ποιητικά]

II

Μονωδίες πολιτιστικού παράγοντα

Άνθρωποι που είχαν ήθος αρχαϊκό
αποφύγαν τους μεγάλους ζόφους.
Αυτοί ήταν λίγοι κι έζησαν
μερικούς αιώνες προ Χριστού
με λέξεις από χαλκό
με μειδιάματα κεραυνών.
Αλλά και στους αιώνες μας μερικοί
έγραψαν λέξεις με γυμνά καλώδια.
Πεταμένος κι απορώντας συνεχώς
μέσα στης εικονοπλασίας το δράμα
και τη φορά των ποιημάτων σήμερα
που ’ναι φορά θανάτου χωρίς ωραιοποιήσεις
και δε θέλει κανείς εξαγνισμένο το τραγικό
παρά βάζουν τους νεκρούς σε νεκροστάσια μονάχους
τους δρόμους που είχα να πάρω τους πήρα
τους ποιητές που ήταν ν’ αγαπήσω τους αγάπησα
σαν τις αυγές που γίνονται μέρα
φέρνοντας συγκροτήματα κι ομιλητές
που ύστερα χαζεύουνε το ψύχος του φεγγαριού
τα περιστατικά της μέρας που ονειρεύονται
όταν το θέρος γίνεται φθινόπωρο
και το φθινόπωρο χειμώνας.

Από τη συλλογή Τρίτη ιστορία (1981) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Ερμηνεία της πόλης (VΙII)

VΙII

Ποτέ δεν βρέθηκε σε μια παραδείσια κατάσταση
σ’ ένα περιβόλι με κάκτους
ή μπροστά σ’ ένα πομπηϊανό σπίτι
παραδείγματος χάριν
σ’ αυτήν την κατάσταση εξάλλου
ποτέ δεν βρίσκονται αυτοί που αλλάζουν τον κόσμο.
Και οι ιδεολογίες έπεφταν επάνω του
όπως οι εποχές στα φύλλα των δέντρων
και τα πυρωμένα σύννεφα
και οι βόρειοι άνεμοι στους ανθρώπους.
Με την πάροδο του καιρού
άρχισε να δείχνει μια δυσπιστία με τα ανθρώπινα
όλο με αντιδικίες και ατέλειες
μ’ αυτόν τον ατέρμονα κύκλο των λέξεων
εφημερίδες, φωτογραφίες, αίματα, μνήματα
κόκαλα, προφητείες, ρήτορες, συνδικαλιστές
η ουσία των πραγμάτων, συλλαλητήρια
αλήθεια, καθαρμοί, χωροταξίες.
Και προσέβλεπε στην τελειότητα του θείου.
Πολύ αργότερα κατάλαβε
ότι η Αθηνά των Μεδίκων στη Βιβλιοθήκη της Αγοράς
ήτανε δίπλα απ’ τη βιβλιοθήκη
της οδού Αγνώστου Στρατιώτου
με τις «Μαγεμένες Ψυχές» και άλλα βιβλία
πράγματα που τα σιχάθηκε γενικά
ως αποκυήματα χρηστομάθειας
συγκρίνοντάς τα με το φως της Δήλου αργότερα.
Ήθελε πολύ να τη ρωτήσει για κάτι βαπόρια
αφού ο καθένας έχει μία θέση στην ιστορία
και μία στο άστρο της θάλασσας.
Εξάλλου ποτέ δεν θυμόταν έτσι τον Απρίλιο
με συνεχείς λάμψεις στα μάτια της.
Και το ποτάμι είναι καλύτερο απ’ τις λέξεις
συνεχώς φεύγει, εν ανάγκη αλλάζει ροή.
Στις όχθες είναι το πένθος και οι πεζογραφίες
και στο νερό ο ήλιος όπως και να περπατήσει
κάνει σκιές και φεγγάρια συνεχώς
έχει κανείς την αίσθηση
και το φως τρέμει στα μάτια της συνεχώς.
Και ο αέρας μαζεύει τους ανθρώπους δυτικά
προς τα ηλιοβασιλέματα.
Ήθελε πολύ να τη ρωτήσει για κάτι βαπόρια
και για τα άλογα του Παρθενώνα
και τελικά έφτασε να κάνει
πράγματα της βιοτεχνίας
συναναστρεφόμενος θεοκτόνους και ταυτοχρόνως
να παραγγέλλει περιοδικά της επαρχίας για ποίηση.
Υπέθετε ότι απέφευγε έτσι την βαρβαρότητα.
Και ένα βράδυ τη ρώτησε
επί της οδού Βενιζέλου
κατά πού πηγαίνουν οι ψυχές
οπότε έγιναν αμέσως αστραπές
και διασταυρώθηκαν με στίχους της Οδύσσειας
για τα άσπρα κόκαλα των ανθρώπων
ανάμεσα στις Σειρήνες
ή με τα νερά της βροχής
στις έρημες παραλίες.

Από τη συλλογή Ερμηνεία της πόλης (1999) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Ερμηνεία της πόλης (ΙI)

ΙΙ

Ούτε το φεγγάρι των Σάρδεων
μια νύχτα στην οδό Ολύμπου
τον έκανε να εννοήσει την τέχνη ως ηδονή.
Συνήθως εκεί ήταν δυνάμεις που το λιγόστευαν
και βρεμένα κοστούμια ριγέ στο δρόμο
και όλα έχουν αλλάξει. Καλύτερα ίσως.
Άλλη ήταν η πλατεία, άλλα τα σπίτια
ήταν απόβροχα της χρηστομάθειας
αρχαίων επιγραμμάτων
στις πολυκατοικίες της οδού Ολύμπου
ερωτιδείς, Φαέθωνες, κάτι γύψινες διακοσμήσεις
όλα τα αποβράσματα της αρχαιότητας.

Από τη συλλογή Ερμηνεία της πόλης (1999) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Ερμηνεία της πόλης (Ι)

Ι

Κατασκευάζει ο καιρός προοπτικές αθανασίας
με τη μορφή αιμάτινων παραπετασμάτων στις πεδιάδες
άνοιξη νωρίς το απόγευμα
κυρίως στο ύψος των ανθέων του ηλίου
υπό την επήρειαν του βλέμματος του Θεού
και των ανθρώπων που φωνάζουν τις απόψεις τους.

Κάθε τι εξηγεί τα πάντα
και ό,τι αποκαλείται νόημα ή λέξη
είναι πέταλο άνθους που τρέμει
και απορεί για την καταστροφή του καιρού.

(Άνοιξη ’92)

Από τη συλλογή Ερμηνεία της πόλης (1999) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Αποκαλυπτικά της Εσπερίας (XIV)

XIV

Το άρμα της Αφροδίτης κατεβαίνει αστράφτοντας
στις αρχαϊκές αντιλήψεις του λιμανιού της Κύθνου.
Την ενδοχώρα της Ελλάδας αναταράσσει ο 5ος αι. π.Χ. ακόμη
μεταξύ Αθηνών και Πειραιώς
ο Σωκράτης ερίζει συνέχεια με Προσωκρατικούς
δεν με αντιπροσωπεύει πια
μολονότι και εγώ δεν καταλαβαίνω τους πολιτικούς
ούτε που έχω καθολική άποψη για τον κόσμο.
Βλοσυρότατες Μούσες μου και ειρωνικές
εκνευρίζομαι συνεχώς με το παρελθόν
αμφιβάλλω αν θα εννοήσω τους αιώνες ποτέ
όπως εξάλλου και οτιδήποτε γράφεται δεν ξέρω
τι σχέση έχει με την εποχή και τους ανθρώπους
δεν μπορώ να βιογραφώ κοινούς θνητούς ή αυτοκράτορες
χάνομαι έτσι, αφού και μία φωτογραφία με καταργεί.
Είναι σα να δέχομαι κέρματα σε αφοδευτήρια.
Και ως ο Αρχίλοχος η ψυχή μου
δέχτηκε σε βραχύτατο χρόνο καταιγισμούς
φθινόπωρο καιρό με μαυροφόρες τις εκβολές του Στρυμόνα
γιατί κάθε λέξη είναι μια νεκρώσιμη πράξη
κάθε παρελθόν φαίνεται ότι έχει χαθεί εντελώς.
Και αν το 1926 ο Πικάσο έκανε μια κιθάρα με καρφιά
ο παππούς μου έκανε νωρίτερα τον Ιησού Χριστό
στους Αγίους Αναργύρους των Σερρών
να ευλογεί το κρασί και το ψωμί σαν Επτανήσιος.
Η πεζογραφία είναι για να αποφεύγεται η ποίηση.
Μεταξύ Μηλίων και Αθηναίων δεν υπάρχει θεός
μόνο σκουριές στην παραλία
ούτε μπορώ να εκθέσω τα του διαλόγου τους
και για τα των λέξεων «αγαπήθη» και «ακρωτηριασμένες».
Έφυγε το φεγγάρι και από την οδό Metcalfe 12a
σ’ έναν αυλόγυρο εκεί ήταν πώρινα λιοντάρια
ίσως και η Αφροδίτη της Μήλου ή κάτι ανάλογο.
Ελληνομνήμων είμαι με ελάχιστη υπόληψη στον Άδη
με εικασίες για τον θάνατο της Σαπφώς
και οι αποκαλυπτικές εσπέρες στην οδό Γκράντσεστερ
είχαν γκρεμίσει την ψυχή μου σ’ έναν επάργυρο κόσμο
χιόνια στο μπαρ Brew House των λεωφορείων
στο παλαιό Turf Δευτέρα με καταχνιά
λογοκλόποι γύρω από το θρόνο της Θεάς
μανόλιες, ασφόδελοι, αγάλματα έξω από την ιστορία
με συγκεχυμένα συναισθήματα
στον λεπτότατο πρωινόν αιθέρα της Αιγιάλης.
Γιατί άλλο είναι να ποιείς τον κόσμο
και άλλο ο λόγος περί της Γενέσεως.

(Φθιν. ’87 – Φθιν. ’88)

Από τη συλλογή Αποκαλυπτικά της Εσπερίας (1991) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Αποκαλυπτικά της Εσπερίας (III)

III

Φαίνονται στερεώματα με το βρεμένο φεγγάρι.
Χρυσή βροχή από άσπρα λουλούδια
γεννάει ηλεκτρικές λάμπες στις οδούς.
Βαρύ φθινόπωρο στον Στρυμόνα.
Ο Ξέρξης στρατοπεδεύει στον κήπο του ρόδου.
Νομίσματα στα χέρια των νεκρών και κεράκια
γλώσσες φωτός στα κεφάλια τους
στους καθρέφτες των οικογενειαρχών φωνές
ο λαός βλέπει τραγωδίες νυχθημερόν
στις στολές των απερχομένων
ο ήλιος ράβει άστρα και βροχή
όπως το πένθος των γλάρων στα πανιά
και μιαν αχλή στα μάτια των ιδεολόγων.
Πού είναι το φεγγάρι;
Βαρύ φθινόπωρο στο Στρυμόνα.
Οι άγιοι κλαίνε αίματα.
Ο ποιητής με τήβεννο στη φωτογραφία.

Από τη συλλογή Αποκαλυπτικά της Εσπερίας (1991) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Ποιήματα για τη θεότητα (IX)

[Ενότητα Ποιήματα για τη θεότητα]

IX

Ξέρω μια πόλη όπου εις πείσμα των καιρών
νεράιδα κατοικεί
ποταμοί την περιβάλλουν
οι μάστορες όμως χαράζαν καράβια
και τ’ αρχικά τους στα κεραμίδια
ψυχή μου, ψυχή μου φωνάζει
ανάμεσα στα κυπαρίσσια ο ήλιος
και χαριεντίζεται με το φεγγάρι
και με τα αίματα.
Παράξενοι προσανατολισμοί των αξόνων
και των ανέμων της πόλης.
Ένα παλτό μες στη βροχή με χωροφυλάκους τριγύρω.
Έγινε η φωνή ιδεογράμματα.
Και η καλοσύνη της αγίας
που στην πόλη κατοικεί
το κακό αγνοεί
και συ ψυχή της ψυχής μου έγινες
ένα χρυσό μενταγιόν με Φαέθοντα.

Από τη συλλογή Το φως της αγοράς (1986) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος

Τάκης Γραμμένος, Ποιήματα για τη θεότητα (V)

[Ενότητα Ποιήματα για τη θεότητα]

V

Αχειροποίητος

Ηλιακή μαγεία ζεστού φιλιού
σ’ αυτή την πλατεία με το κλασικό παρελθόν.
Σκέφτομαι αν αυτά τα πελώρια μάτια σου
τα είχαν στα χέρια τους αυτοί
που ψηφοθετούν τις αιωνιότητες
τι χαραυγές ωραίες με λάμψεις
και τι νερά λιμνών ασημένια
θα βάζαν για τον φθινοπωρινό αέρα
που κατεβαίνει από τις επάλξεις.

Από τη συλλογή Το φως της αγοράς (1986) του Τάκη Γραμμένου

Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Τάκης Γραμμένος