Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Τι να γίνεται ο κυρ-Φώτης
(ενορχήστρωση: Δήμος Μούτσης, τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης / δίσκος: Επιστροφή (1970))
[Ενότητα Ψυχοσάββατο (1998, 2003, 2012)]
Ψυχοσάββατο
Παππού Γιώργο, γιαγιά Αγγελική, γιαγιά Λοξία,
Ιωάννα και Αρίστη, Γιώργο και Κώστα,
Μυρτώ, Ειρήνη και Ευφημία,
κυρ Φώτη και μπάρμπ’ Ανδρέα,
Μηνά, κυρ Γιάννη και θεία Κλειώ,
Χρυσάνθη, Τριαντάφυλλε και Νίκο,
αναπαυθείτε εν ειρήνη.
Εμείς, εδώ κάτω, ακόμα πολεμούμε αδίκως.
Ψηνόμαστε στο ακατανόητο καμίνι του εφήμερου
και σας μνημονεύουμε.
Σας φέρνουμε δίπλα μας,
τις λίγες στιγμές που αναπαυόμαστε,
γαληνεύουμε,
και πάλι συνεχίζουμε τον μάταιο αγώνα μας.
Μόλις σχολνά απ’ τη δουλειά
στήνεται στη στάση «Αλκαζάρ».
Εκείνη δεν μπορεί να ξέρει τι τεχνάσματα μηχανεύεται
για να τη συναντά «τυχαία».
Τι σκόπιμες καθυστερήσεις
τι αλλαγές προγραμμάτων.
Τα λένε για λίγο στο όρθιο.
Ο άνδρας της, το παιδί,
κείνο το άγχος της για τις ιώσεις,
τα χέρια βοήθειας που της λείπουν.
Η νοσταλγία για το χωριό της…
Η υπέρμετρη διακριτικότητά του
στο να την πλησιάσει περισσότερο
γυρίζει εις βάρος του.
Όλα καταλήγουν σ’ ένα ανώδυνο φλερτ.
Λείπει το φιτίλι, η πυρίτιδα για την έκρηξη,
το κομμάτιασμα στην άσφαλτο.
Κι εκείνη δεν δείχνει διαθέσιμη για περισσότερα.
Βολεύεται μ’ αυτήν την κουβεντούλα.
Ώσπου έρχεται το αστικό της
κι ο άλλος μένει στα κρύα του λουτρού.
«Δε θα με δει ξανά σ’ αυτήν τη γαμημένη στάση…»
σκέφτεται,
Τις νύχτες, στο Κανάλ ντ’ αμούρ
οι εραστές νυχοπατώντας επιστρέφουν.
Ψίθυροι και στεναγμοί σκίζουν τη σιγαλιά.
Του έρωτα κελεύσματα ακούγονται και πάλι.
Σώματα π’ αγαπήθηκαν στα όρθια, στα βιαστικά,
ξαναθυμούνται και ριγούν.
Σπασμοί λαθραίοι ζωντανεύουν.
Εξόριστοι από τη μνήμη των παιδιών τους,
δεν έμεινε πλέον ούτε δέρμα ούτε αίμα ούτε αφή.
Μόνο σε κάτι παλιές, τριμμένες φωτογραφίες
θ’ αντικρίσεις την όψη τους.
Και το κανάλι του έρωτα
που είδαν τα μάτια του πολλά
κατάντησε πάρκινγκ για αμάξια δικηγόρων.
Στην οδό Καραβοκύρηδων
–ένα στενοσόκακο είναι, μην τρελαίνεστε!–
στα δυτικά της Οίας
κάθε απόγευμα συγκεντρώνονται εκατοντάδες τουριστών
για να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα.
Ακροβολισμένοι σε πεζούλια, ταράτσες, ανοιχτωσιές
επάνω σε βράχια ή όπου αλλού μπορείς να φανταστείς
απαθανατίζουν τη μαγική στιγμή με τις ψηφιακές τους μηχανές.
Επιφωνήματα θαυμασμού και ζωηρά χειροκροτήματα
δονούν την ατμόσφαιρα,
μόλις ο πύρινος δίσκος λουφάξει στα κυκλαδίτικα νερά
κι εξαφανιστεί από τον ορίζοντα.
Έχουν τέτοια ένταση και λυρισμό οι στιγμές
που σκέφτομαι μήπως κάποτε
ο ήλιος εμφανιστεί και δεύτερη φορά
για κάποιο καλλιτεχνικό encore στην ίσαλο γραμμή
όπως επί σκηνής οι τραγουδοποιοί στις συναυλίες τους
για να σβήσει οριστικά με μια βαθιά υπόκλιση.
Όλα μοιάζουν αισθαντικά.
Μόνο δυο σκυλιά του δρόμου
που βρέθηκαν κι αυτά στο εν λόγω σοκάκι
απαξιώνουν το συμβάν.
Ξαπλώνουν μακάρια
γυρνώντας τις πλάτες τους στους τουρίστες
κοιμούνται του καλού καιρού
επάνω σ’ ένα υπερυψωμένο πεζούλι.
Όλοι κοιτούν το ηλιοβασίλεμα
κι εγώ θαυμάζω την αταραξία των σκύλων.
Ζηλεύω την όλη στάση τους, την αδιαφορία τους,
την παραίτησή τους από τα γήινα.
Μέσα σε τόσες εκατοντάδες ρομαντικών ψυχών
βρέθηκαν ευτυχώς και κάποιες
που με στωικότητα
αντιμετωπίζουν τα φυσικά φαινόμενα.
Ανώδυνο κι αυτό το καλοκαίρι
Χωρίς ουλές χωρίς πληγές
Παράξενες μελανιές στα μαλακά μόρια
Βαθιά ρουφήγματα σε στέρνο και λαιμό
Ούτε τσιγάρα, σβησμένα, πια
Σε πόδια και σε χέρια, ούτε τίποτα
– τι απίθανες εποχές, με πάθη που ξεχείλιζαν
κι η μνήμη ακόμη τα ανακαλεί!
Ήσυχο καλοκαίρι, ακηλίδωτο
Με αντηλιακά υψηλής προστασίας στο δέρμα
(τάχα για να μη θυμάται;)
Κυλάει αβασάνιστα
Καλά που έμειναν και τα κουνούπια
Που με τις βραδινές τους αφαιμάξεις
Μας θυμίζουν πως ζούμε ακόμα
όσο διατηρούνταν ακόμη ζωηρός
ο απόηχος της παρουσίασης του έργου της από εκείνον,
του τηλεφωνούσε ταχτικά,
του έστελνε λουλούδια στη γιορτή του,
ευγενικά μηνύματα στον υπολογιστή
για χρόνια πολλά και αναστάσιμες ευχές
κάποια στιγμή εκείνη έγραψε μια θετική κριτική
για ένα πεζογραφικό του βιβλίο
και τη δημοσίευσε σε περιοδικό της πόλης
έκτοτε κόπηκαν μαχαίρι τα λουλούδια,
τα τηλεφωνήματα και οι ευχές της
συναντιόντουσαν μόνο αραιά και πού
σε εκδηλώσεις για βιβλία ή σε καμία γκαλερί,
ανταλλάσσοντας τα τυπικά