Πέτρος Γκολίτσης, Φυγάδες πάλι και η νέα αιωνιότης

Φυγάδες πάλι και η νέα αιωνιότης

[Ενότητα Πόλη κάτω απ’ την πόλη]

I

Πάντα η Θεσσαλονίκη είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της μικρή οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις πρώην παλάτια κ’ ερείπια που θα σαστίσεις
«πώς ανεβαίνει η στάθμη του εδάφους –στους αιώνες, σαν νερό»
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα… «Ω πόλη
να φτιάχνεις με τα προϋπάρχοντά σου υλικά, να αλλάζεις
στις διαθέσεις πάντοτε βορά των ισχυρών
Κ’ έπειτα στις στοές, με δυναμίτες και εκδρομές
κυλά η ώρα»

Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
εμείς και μερικοί Εβραίοι
απ’ όσους απομείνανε στην πόλη.
Πότε μιλούμε για ιστορικά πότε φιλολογία.
Λέμε δεν θα ’ναι δα –δεν γίνεται να είναι–
παντοτινή η διαμονή

Πάντα ο κόσμος είναι. Λίγο να βαδίσεις
θα δεις από δονήσεις πρώην σκελετούς
κι από κρατήρες κοσμικούς που θα σαστίσεις
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τις τεκτονικές κινήσεις βλάβη
από τα ηφαίστεια και απ’ τα τσουνάμι,
πάντα θαυμάσιος τόπος… «Κόσμε, ω κόσμε
που δένεις με τα προϋπάρχοντά σου υλικά, κι αλλάζεις
στις διαθέσεις πάντοτε βορά των νόμων
Κ’ έπειτα στις ροές, με αίματα και κρέας
και αναπαραγωγές, γενιά με τη γενιά
κυλά ο βίος…»

II

δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον
ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο

… ήμουν δεν ήμουν στην προ-ύπαρξη
ήρεμος και ασχημάτιστος
μισούσα τη βαρύτητα
την κίνηση των πλανητών
δεν ταίριαζα με τ’ άστρα
(με τ’ αναβόσβημα των κόσμων)
Ήταν επόμενο –λοιπόν–
ο φοβερός θεός δυσαρεστήθη
(λιγόστεψεν η δόξα του, άδειασαν οι ναοί του)
και μπήκε με θυμό πολύ βαθιά μες στο σκοτάδι
έδωσε εντολή
να δέσει
το DNA
ωστόσο δεν φοβήθηκα, μα με άκουσαν να λέω:
«Θεέ μεγάλε και τρανές, ψευδάρχοντα του σκότους
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ μορφή να πάρω ανθρώπου
τράβα –αντί να με τραβάς– βάλε την ύλη σε σειρά
και δείξε μου καλύτερα το αφεντικό σου»
Με περιφρόνηση ο θεός απήντησε: «Από μένα
νομίζεσαι πιο τυχερός; Μέχρι κι εμένα
με σέρνει η μορφή μου. Μη γελιέσαι.
Καμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε και θα πεθάνει»

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Τα στάχυα στο βουβό μαύρο τζάμι

Τα στάχυα στο βουβό μαύρο τζάμι

[Ενότητα Προορισμός]

Πήρα το τραμ απ’ την πλατεία Ελευθερίας, μικρό παιδί μα δίχως τη μητέρα –πού είναι η μητέρα;– στα χρόνια μου το τραμ το είχανε ξηλώσει, ξάφνου με σκούντηξε αγρίως ένας ξένος, Μπότσαρη με Δελφών, «εδώ είναι η στάση σας, κυρία, κατεβαίνετε», μου είπε, απορημένος κοίταξα τα χέρια μου, να καταλάβω τι συμβαίνει, τα χέρια μου γριάς γυναίκας, γερνάνε μπρος μου τούτη τη στιγμή. Τα γηρατειά περνάν στους διπλανούς μας, τους τα κολλάω –σαν αρρώστια;– το δέρμα μας κοινό ραγίζει… «Μπότσαρη!», φώναζε ο οδηγός, «γρήγορα, κατεβείτε…» Μαύρο το τζάμι και κανείς αντικατοπτρισμός… Τα πρόσωπα συγχέονται, κάποιος φωνάζει: «Πιάστε το κουπί, να συνεχίσουμε», «μα δεν καταλαβαίνετε!…»
Έτσι βρεθήκαμε σ’ έναν ωκεανό από στάχυα, στάχυα χρυσά και μόνο στάχυα σ’ όλον τον ορίζοντα, κατακαλόκαιρο και μόνο δίψα. Μες στην παραφροσύνη μου υπέθεσα πως έχει αξία η ζωή –πως θα συνεχισθεί, τα πλήκτρα του μυαλού κτυπούν με τα κουπιά τα στάχυα, ορθώνουν νέους σχηματισμούς… μένει η θνητότητα παιδί να πιει να αναστηθεί –πού ’ν’ το βυζί;– μπήκα χωρίς τη μάνα μες στο τραμ, με σπρώχνουν και με δείχνουν, λόγια ακατάληπτα παντού, πιάνουν τα πράγματα φωτιά, κοιτώ επίμονα τα χέρια… ο κάμπος στραφταλίζει –τούτη η ζωή είναι γλυκιά, με βλέμμα μητρικό, ερωτικό, τόση συσσωρευμένη αγάπη!– και πλάι γεγυμνωμένα τα οστά, ο θάνατος βουβός κι ο ήχος ολόγυρα των τζιτζικιών, στο τόσο φως, βλέμμα και μόνο θάνατος. Το χέρι του ανθρώπου να σφαδάζει «τσακ τσακ», «πάει το χεράκι του αγίου», μας είπαν στο οστεοφυλάκιο της Μονής Διονυσίου.
Σφυρίζει ο αγέρας θερισμό, διαλύοντας τα αινίγματα, ένα μυστήριο ανοιχτό σαν ρόδι, κόκκινο που ροδίζει πάνω στο χρυσό, κίτρινο πλάι στο μαύρο… το στάχυ το κρατάει ο θάνατος, φαφούτικο παιδί που με κοιτά και μου χαμογελά… Πηγαίνω βιαστικός –παιδί– πίσω από τη γιαγιά, την βρίσκω να ζυμώνει το ψωμί για τους νεκρούς, περνώ την πόρτα χαμηλά, την πιάνω από τη φούστα… μόνο φως μέσα στην τόση στάχτη. Δένουνε όλα μεταξύ τους –και για μια στιγμή– καταλαβαίνω γιατί πλένει των νεκρών της τα οστά… την αφουγκράζομαι που τους μιλά.
Το αίνιγμα σφυροκοπεί μες στην καρδιά μου, πυρωμένη και εύπλαστη… ενώ οι νεκροί κάνουν τραμπάλα, με τραμπάλες που δεν τρίζουν, τρίβει η γιαγιά τα οστά τους, των νεκρών της τα οστά, «να ο μπαμπάς μου», λέει, «νάτος, κοίτα τον πώς ανεβαίνει κι αυτός είναι ο παππούς μου», «κοίτα τον δεν κατεβαίνει», με τα αστέρια πώς αστράφτει, στραφταλίζει εδώ η στάχτη, η μαμά μάς περιμένει με σαπούνι και κλωστή, «έλα» λέει, την πλησιάζω, «να σε πλύνω να σε ράψω, πάνε τώρα τόσα χρόνια, πεθαμένη παραμένω, απ’ τη μια μεριά κοιτώ τ’ αστέρια κι απ’ την άλλη βλέπω εσένα», ξάφνου όλα τα θυμάμαι, μα δεν πήγα στην κηδεία, «μη ρωτάς, μικρό παιδί, μέσα στο ξανθό το φως σου», σιγοσβήνει η φωνή της και στο τέλος της και στο τέλος τής ψελλίζω: «μα γιατί γιαγιά πλένεις τα οστά μου, μα γιατί;»

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Συναίνεση

Συναίνεση

[Ενότητα Πρώτος γεφυρισμός]

«Σε τι να συναινέσω;»
εδώ βαλλόμαστε από παντού
στα χαρακώματα του κόσμου πανικός
αρχιτεκτονικές δομές
πληγές τεράτων
μεταφυσικές γραμμές
–είναι όλα λάθος–
στόματα χάσκουν στο κενό
πλανητικές σκιές
άστρα βουλιάζουν στον βυθό
και εκρήγνυνται και σβήνουν
κόσμοι φουσκώνουν σαν νερό

Κ’ εμείς φυτρώσαμε κάτι ψελλίσαμε
και τραγουδήσαμε
δεν ηρεμήσαμε
τη σκόνη την τινάξαμε
τα κόκαλα πετάξαμε στον ουρανό
σαν δορυφόροι γύριζαν
ωσότου…

αφού είσαι ηλίθιος
θα εναρμονιστείς
στο τέλος μάλιστα θα εκτοξευθείς
γύρνα και πάλι στο κενό
χωμένος μες στον αστρικό γιακά
του σύμπαντος

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Σάρκα και γαλάζιοι ίσκιοι

Σάρκα και γαλάζιοι ίσκιοι

[Ενότητα Εισόδια (αντί καλωσορίσματος)]

I shall not disappear
I too have seen the sun

Κινήσαμε σαν ίσκιοι γαλανοί πάνω στο χιόνι
μια θύελλα στα χαμηλά ψιθυριστά σιγά-σιγά
μας σκόρπιζε στο άσπρο
σαν άστρα λάμπαμε στο καταγάλανο
πλέαμε ζαλισμένοι

τα σωθικά μας άδεια καθώς
τα σωθικά του κόσμου

Μπρούμυτα, παγώναμε στο χιόνι
ανθρώπινα πουλιά που τρώγαμε
σιγά-σιγά κομμάτια
άσπρα πουλιά – το μέταλλο
χωρίστηκε στα δυο
ζήσαμε κάποιοι που καθόμασταν μπροστά
μας έχουν για νεκρούς

Πια δεν μας ψάχνουν, έπαψαν
κατολισθήσεις χιονοθύελλες
σπρώχνουν τα σώματα
στα παρακάτω διαζώματα
μες στον λευκό τον τάφο
κοιτάμε τους νεότερους
τους βλέπουμε κι αυτούς σαν σάρκα

«Με λένε δείνα κι αν πεθάνω να με φάτε»
Βγαίνω από το κήτος, από το κατάλυμά μας
και αργά πηγαίνω στη μερίδα μου
σκοινιά που δεν ελέγχω με πηγαίνουν
Το ψύχος συντηρεί τη βρώση μας
η θέρμη του ήλιου τη ζωή
σταγονομετρημένη απ’ την αρχή
αποκαλύπτεται

Περνούν οι μέρες ξεψυχούν
κάποιοι τραυματισμένοι
στα χέρια μας ψελλίζουν
στη μητρική τη γλώσσα τους
τα τελευταία λόγια

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Πραγματικότητα

Πραγματικότητα

[Ενότητα Δεύτερος γεφυρισμός]

Της έβαλα έναν δυναμίτη μες στα σκέλη και τον άναψα
«πραγματικότητα καργιόλα» έλεγα
«θα σε τινάξω στον αέρα» και την έκανα κομμάτια
με κοιτούσε –τάχα– λυπημένη
μα ξανάδενε
τίποτα δεν άλλαζε
σαν να ’λεγε: «τι κι αν ακρωτηριάστηκα
πρώτος εσύ στα σκέλη μου τινάχτηκες»
«τι κι αν σκορπίστηκα –για λίγο– ερμαφρόδιτε
πάλι με ολόκληρο το σώμα μου θα συνεχίζω»
«Ενώ εσύ;
σάπιζε τώρα σάπιζε ποτέ σου δεν υπήρξες
στη θέση σου χορτάρια
κι εγώ με την ρουφήχτρα μου
θα βρω άλλους ηλίθιους να τινάξω»

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης: Όταν συλλέξουν τα οστά μου…

Όταν συλλέξουν τα οστά μου…

[Ενότητα Τα εξ αμάξης]

τίποτα δεν ακούγεται
ένα όνειρο χαλκεύω μουσικό

Ανοίγουν τα άστρα σαν παράθυρα
κτυπούν κατασχισμένα
εκεί στεκόμουν και δεν γνώριζα
τη γλώσσα τόσων άστρων
που πεθαίναν
Μια μαύρη θάλασσα διασχίζω
στο τίποτα επιστρέφω
ακούγονται τριξίματα και συριγμοί
και θόρυβοι ξαφνικοί
από κουάζαρ και πάλσαρ
που εκρήγνυνται:
Ιδού το καταπέτασμα
του σύμπαντος
εσχίσθη
άνωθεν έως κάτω
τα άστρα ανεώχθησαν
και σώματα πολλά

φασμάτων επυκνώθησαν
πώς να ξεφύγω απ’ το συμβάν
το αίμα πρασίνισε και ρέει
εκβάλλει σε γρασίδι κόκκινο

Από άστρο σε άστρο θα πατώ
λάμπουν κι ας καταρρέουν

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Ο πάσσαλος

Ο πάσσαλος

[Ενότητα Εισόδια (αντί καλωσορίσματος)]

Σπάσαν τα υγρά της μάνας μας
από τα σκέλη με έσυραν
έξω σ’ αυτόν τον κόσμο
«εδώ θα περιμένετε»
δίχως ανάσα κοίταζα
έσπαζε πάνω μου το μαύρο φως

κανείς δεν έρχονταν
μήτε που μας περίμεναν
όλοι το ίδιο πρόσωπο
το πρόσωπό μου έφεραν
σε πάσσαλους – το κάρφωσαν
και το ανεβοκατέβαζαν
άλλοι ουρλιάζαν κι άλλοι γέλαγαν
κάποιοι χειροκροτούσαν
(στο τέλος τίποτα δεν άκουγα
δεν θα ’μασταν εμείς – δεν θα ’μασταν)

και να που ετοιμάζομαι
να λέω λόγια ακατάληπτα
«προσωρινοί στην πέτρα πιάσαμε»
«κρούστα που έσπασε και χάθηκε»
σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο

μέχρι κι οι ήλιοι ψόφαγαν
εφύσαγε κακός αγέρας

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Ο γυάλινος θόλος του Ράιχσταγκ

Ο γυάλινος θόλος του Ράιχσταγκ

[Ενότητα Πόλη κάτω απ’ την πόλη]

Να κάψουμε
όλες τις πόλεις μας ταυτόχρονα
σου λέω κάτι θα συμβεί
δεν θα ’ναι πάντα νύχτα
με φωτισμό ΔΕΗ πορτοκαλί
θα καίγονται οι πόλεις μας
θα βρέχει ευρώ από τον Ταίναρο
έως τη Σιθωνία και το Σύνταγμα
όλη νύχτα
σου λέω κάτι θα συμβεί
στη Σαλονίκη: ένα «ταξί!»
να σφηνωθεί
ο δυναμίτης
από κάτω
«οικονομία διψασμένη για ανατίναγμα!»
θα βρέχει ευρώ μες στην αιθαλομίχλη
μες στον βάλτο

στάχτες παντού καιγόμενα φτερά
στους γυάλινους θόλους του Ράιχσταγκ

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης: Μια προεξοχή (αντί απολόγου)

Μια προεξοχή (αντί απολόγου)

[Ενότητα Εξόδια (σαν ξόδι)]

solus ipse

Κι εσύ… ένας ακόμη… είσαι
μια προεξοχή του υπαρκτού
ένα τράβηγμα της ύλης προς τα μέσα
τάχα βολεύτηκες σε σχήματα που αλλάζουν
μέχρι και χρώμα απέκτησες, συνάντησες
το φως που αναβοσβήνει κόσμους
–κι εσύ κι ένας ακόμη τίποτα–
στην πέτρα που γυρίζει
τόσοι που χάθηκαν τόσοι θα ’ρθουν
από τα πριν χαμένοι, σκόρπισες
σε χωροχρόνους που αγνοείς κι αλλάζουν

Τοπία κατεβαίνουν λαιμητόμοι
πίδακες μες στο αίμα και στο φως
σε εμπεριέχουν
ροές μες σε ροές
σε αποσβολώνουν

Κι εσύ ακόμη εδώ
τα χέρια περιστρέφεις
(διψά για νέες προσχώσεις το υπαρκτό
διψά για προεκτάσεις)
μπροστάρης ο καθένας μόνος του
βουλιάζει στο όνειρό του
ύλη μέσα στην ύλη που χωνεύεται
και καθρεφτίζει τον εαυτό της,
έτσι μονάχοι σας –μονάχος–
συναντηθήκαμε και πορευτήκαμε στον κόσμο
εγώ θα κατεβώ
θα ασπαστώ σχηματισμούς της ύλης που έπονται
και θα πυρποληθώ

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Με αίμα και θάνατο

Με αίμα και θάνατο

[Ενότητα Τα εξ αμάξης]

Thinking of death, I sit and watch the park
Where children play in all their innocence

d.t.

I

Θα συνεχίσουμε λειψοί
κατασχισμένοι
«Κανένας δεν γυρίζει τον τροχό
και δεν κοιτά κόντρα τον άνεμο»
δίχως αναπαμό
το τέλος μεταθέτουμε
τέλος δεν θα υπάρχει
Consider death
Τον θάνατό σου αναλογίσου

II

Με αίμα και θάνατο ας είμαι
χώμα που σπάει μες στο φως
στο γκρίζο προαιώνιος να απλώνομαι
σκιά από φωτιά να καψαλίζω σκάβοντας
τον χρόνο αυλακώνοντας
ολόγυρα να αφήνω
μονάχα άνθρωπο νερά
να πέφτουν άλογα – νεκρά
στο πέρασμά μου
παιδιά φωτιές να τριγυρίζουν μες στο μαύρο
χοροπηδώντας παίζοντας περνούν
από τη μια στην άλλη την πλευρά
όπως ψωμί στα χέρια χορτασμένων
όπως νερό σε χείλη που ξεδίψασαν
–γυναίκα δεν σε χόρτασα ποτέ μου–
παιδί θα τριγυρίζω μες στον χρόνο

Σκιές νεκρών μού ψιθυρίζουν αίμα ψέλνοντας
αφήνουν πίσω τους
με την ηχώ
τον κόσμο

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Καραβάτζιο

Καραβάτζιο

[Ενότητα Ο φιλόσοφος Χ κι άλλα πρόσωπα]

Μπαίνοντας είδα Καραβάτζιο
στο ένα του χέρι το κεφάλι πάλι στάζοντας
στο άλλο του χέρι το πινέλο
ως η άλλη δυνατότητα

μαύρο το φόντο έξω απ’ τον πίνακα να απλώνεται
πιο πέρα να χτυπούν φτερά που ετοιμάζονται
φλόγες που σχίζουν το σκοτάδι

κι αν όλα κάποτε κατέρρευσαν
σαν σχέδια από κάρβουνο που θραύονται
αυτός εκεί: κορμιά να κείτονται
να κόβονται
να ράβονται
και μέχρι τέλους στο ασήμι
να γυαλίζουν

μες στα νερά της νύχτας ταξιδέψαμε
γύψινα αγάλματα
ένας πολτός
και μόνο στάχτη

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης: Θεσσαλονίκη 2013 μ.Χ.

Θεσσαλονίκη 2013 μ.Χ.

[Ενότητα Πόλη κάτω απ’ την πόλη]

Ήρθε ο Ηράκλειτος στην πόλη μας απόψε
μίλησε με σωζόμενα ρητά
–κι άλλα που χάθηκαν–
ακούγονταν
τα πλέον σκοτεινά:
«φωτιές-αιώνιες και ψυχές-αναθυμιάσεις»
«είμαστε και δεν είμαστε»
«στις ίδιες πόλεις κατοικούμε
νεκροί και ζωντανοί»
«ο ένας μες στον άλλον αναπνέουμε»
«νεκροταφεία βρίσκουμε μετράμε τους νεκρούς»
–σε γλώσσα τρέχουσα σαν να ’λεγε–
δεν έχει η ανθρώπινη ροή επιστροφή
(εδώ και το ποτάμι)
η αλληλουχία των γενεών
πάνω στη γη, μέσα στην πόλη
1000 και κάτι οι τάφοι
του 4ου αιώνα προ Χριστού
στο Σιντριβάνι
και 411 στα δυτικά, στο ενδιάμεσο
η decumanus
και μ’ ένα άλμα μετά
απ’ τη σφαγή του Ιππόδρομου
στο Άουσβιτς
Θεσσαλονίκη πόλη με ανοιχτά τα σωθικά
δείξε μας δώσε μας
την πόλη κάτω από την πόλη
κράτα την πόλη την πληγή σου ανοιχτή
πόλη μέσα σε πόλη
κάτω απ’ τα πόδια μας τάφοι και δρόμοι
στους αστραγάλους σου νεκρά φτερά
–στεφάνια δόντια όλα χρυσά–
εγχυτρισμοί
ενταφιασμοί
και καύσεις

δεν θα παύσεις
Θεσσαλονίκη πόλη πάνω σ’ άλλη πόλη
με τους νεκρούς σου να αιωρείσαι εσαεί
νέα ξανάρχεσαι
λειψή μεταβαλλόμενη

κι εμείς
οι επόμενοι νεκροί
γυαλίζουμε τα μάρμαρα
–in situ–
νεκροί και ζωντανοί

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Η πόλη των φαντασμάτων: Thessaloniki ξανά

Η πόλη των φαντασμάτων: Thessaloniki ξανά

[Ενότητα Τα εξ αμάξης]

The universe was melting, was melting
Turning quite slowly to water

Μπροστά στον αμετάκλητο οριστικό αφανισμό μας
γλυπτά εφήβων ανυψώνονται κοιτάνε
–και γίνονται σταυροί–
το σύμπαν έλιωνε πλημμύριζε
όλος ο κόσμος αίμα

Την Τσιμισκή κατεβαίνω και στρίβω γωνία
Παλαμά Γρηγορίου∙ δρόμοι
που χύνονται στη θάλασσα
κοιτώ ανηρημένος το πλήθος
–χρόνος που χύνεται στη θάλασσα–
γεγυμνωμένα κόκαλα
τη σάρκα ξεκολλώ και κατεβαίνω
τη σκάλα
της Αγίας Σοφίας
σφυρίζοντας σκοτάδι
βαρύτητα
και άστρα

Από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών (2015) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης

Πέτρος Γκολίτσης, Το χιόνι

Το χιόνι

[Ενότητα Πολυάνδρειο (Ωχρόλευκα και αιματωπά)]

Μια αίσθηση ζωής
νηπιακής
παιδί πέφτω στο παιδί
που ήμουν
–σαν χιόνι–
και είμαι
μια αίσθηση εαυτού
που περιέχει
τα μελλούμενα
ως ήδη τετελεσμένα
η απόσταση μειώνεται
τα χιόνια φεύγουν
αφήνουν πίσω τους
τσιμέντο

Από τη συλλογή Το τριβείο του χρόνου (2013) του Πέτρου Γκολίτση

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Πέτρος Γκολίτσης