Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]
Πρώτη νύχτα του χρόνου.
Φέγγει η βροχή στο μεταλλείο
και σαν σβησμένη μαγνητοταινία ξετυλίγεται η σιωπή.
Απόψε δεν θ’ ακουστεί το χτύπημα στην πόρτα
και δεν ξέρει κανείς
αν στάζει αίμα, σκοτάδι ή παριζιάνικο άρωμα
πάνω στους απολογισμούς,
τους ισολογισμούς
και τις εκθέσεις πεπραγμένων.
Το πολύ πολύ να υψωθεί ένας μονόλιθος
μέσα στον κυβερνοχώρο,
και προτού χαράξει η αυγή
κάτι σαν υποψία να περάσει
από το ξύλινο μάτι του φρουρού
εκείνη ακριβώς τη στιγμή
όπου για ένα δευτερόλεπτο
ξεχνάς ποιος ήσουν και ποιος έγινες.
Κανείς δεν κατάφερε να μάθει τη γραμματική του φωτός,
την αρχιτεκτονική των ειδώλων καθώς προσπερνούν
γέφυρες, αυτοκίνητα, νερά του αέρα,
θραύσματα της ερήμου που σκεπάζουν με χρυσόσκονη
πάρκα φασματικά
και τριαντάφυλλα μαρμαρωμένα στον πάγο και το χιόνι.
Έτσι λοιπόν:
από το σημείο μηδέν στο έτος μηδέν.
Με την πυξίδα κολλημένη πάντα στον Βορρά
και τις εικόνες σου βορά του ανέμου,
τη σιδερένια ταυτότητα κρεμασμένη απ’ το λαιμό,
τις πεταλούδες της βροχής
να πέφτουν νεκρές μπροστά στο τζάμι.
Κόκκινη στάχτη∙
γκρίζα φωτιά.
Είναι αργά, Κασσάνδρα.
Από τη συλλογή Ο ήλιος στην τάφρο (2004) του Αναστάση Βιστωνίτη
Τη στιγμή που ξυπνά το σαξόφωνο
αρχίζει να χιονίζει στον ιστό της αράχνης,
να σκοτεινιάζει το περίστροφο στο υπόγειο,
να φέγγει ο χιτώνας του λεγεωνάριου
και το σκουριασμένο άστρο του στρατηγού
ανάμεσα στα οστά της δόξας και του φόνου.
Τότε πέφτουν ριπές τα χαλίκια της βροχής
μαστιγώνοντας τις προτομές στα πάρκα
και τις καμπάνες
που εδώ κι έναν αιώνα έχουνε σιγήσει.
Τότε κι εγώ, πατέρα,
γίνομαι ο καθρέφτης του ίσκιου σου
μιλώντας με την παλιά ομπρέλα
που την κρατάς ανοιχτή
απ’ τον καιρό ακόμη του τελευταίου πολέμου.
Από τη συλλογή Ο ήλιος στην τάφρο (2004) του Αναστάση Βιστωνίτη
Εκατομμύρια τόνοι καμένο καύσιμο
για τα βιβλία, για τις στατιστικές και την Κλειώ,
την αγέλαστη βασίλισσα του παπύρου.
Σε μερικούς αιώνες θα ’χουμε γεμίσει τον Γαλαξία
με είδωλα αόμματα και αόρατα ταμ ταμ.
Ίσως κάποια μέρα ο χρόνος
να μην είναι πλέον μια υπόθεση
και κάποιος να διατυπώσει τον ορισμό του,
να ξεσκονίσει ξεχασμένα θεωρήματα
στέλνοντας τη μισή Ιστορία στην Προϊστορία∙
να εφεύρει ξανά τη φύση,
δημιουργώντας μιαν αλλόκοτη πανίδα
από μαγνητικά τέρατα και φωσφορούχα κατοικίδια∙
να στήσει έναν καινούριο Ζωδιακό
με κεραίες, καμπάνες και φτερωτά αστρόπλοια,
προβλέποντας το τέλος του τέλους ή απλούστερα
να βρει τον μαθηματικό τύπο της μνήμης και της λήθης,
να μαρμαρώσει τη ροή,
να κάνει ορατή την τέταρτη διάσταση.
Μου φτάνει η παραλία∙
το σύννεφο που κόβει τη Σελήνη∙
το φόρεμά της πάνω στα νερά∙
ο τρούλος τ’ ουρανού – κι απόψε γεμάτος
με ασημένια ιδεογράμματα∙
ο καταπέλτης των άστρων.
Το συγκεκριμένο ποίημα του Αναστάση Βιστωνίτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο (τεύχος 62, Σεπτέμβριος 2003).
[Ενότητα Τα πρόσωπα του Ιανού: Το εργαστήριο, το δεσμωτήριο (1995)]
CXXI
Η κατακόκκινη πυροσβεστική αντλία κατέβαινε τρέχοντας σαν παλαβή. Η σειρήνα της τρυπούσε τα τύμπανα. Ο άνθρωπος είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του. Σταμάτησε και κοίταξε την αντλία. Ο σκύλος στάθηκε όρθιος στα πίσω πόδια, σήκωσε το κεφάλι ψηλά στον ουρανό, που τον διέσχιζαν ελικόπτερα, και ούρλιαξε σαν άνθρωπος.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Χώμα από ουρανό [1983-1995] (1996) του Αναστάση Βιστωνίτη
[Ενότητα Τα πρόσωπα του Ιανού: Το εργαστήριο, το δεσμωτήριο (1995)]
CI
Άκουγα τον τηλεπαρουσιαστή που επαναλάμβανε συνεχώς «τώρα μιλούν οι ειδικοί» και θυμόμουν τον Γκρέιβς: «Το να ξέρεις καλά μόνο ένα πράγμα σημαίνει πως έχεις το μυαλό ενός βαρβάρου».
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Χώμα από ουρανό [1983-1995] (1996) του Αναστάση Βιστωνίτη
[Ενότητα Τα πρόσωπα του Ιανού: Το εργαστήριο, το δεσμωτήριο (1995)]
XCVI
Ο μικρός μου ανεψιός μου έφερε να δω μια «ζωγραφιά» του. Σ’ ένα άσπρο χαρτί έφτιαξε μια μουντζούρα. Τι είναι αυτό; τον ρωτώ. Αυτό, μου λέει, είναι ένα κακό όνειρο.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Χώμα από ουρανό [1983-1995] (1996) του Αναστάση Βιστωνίτη