Βασίλης Βασιλικός, Μουσικοί σ’ ένα παραθαλάσσιο κέντρο

Μουσικοί σ’ ένα παραθαλάσσιο κέντρο

[Τα προεφηβικά (1948-1951), ενότητα Σαπφώ (1950-1951)]

Κάποτε ξεκίνησαν κι αυτοί με όνειρα μεγάλα:
να παίξουν Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σοπέν
σε αμφιθέατρα, κατάμεστα από κόσμο,
την επομένη να διαβάζουν κριτικές
για το ταλέντο τους. Και άλλα.

Τώρα, τι κι αν ξεπέσαν σ’ αυτό
το φτωχικό, παραθαλάσσιο κέντρο,
με μια φτηνή τζαζ, ξενυχτώντας
πάνω από ταμπούρλα, τραγουδώντας
τα τραγουδάκια της εποχής
—στο πιάνο μια γριά-φώκια τούς συνοδεύει—
τι κι αν μένουν μετά τη μία να τους ακούν
οι άδειες καρέκλες, τα άδεια τραπέζια
τ’ αδιάφορα νυσταγμένα γκαρσόνια…

Υπάρχει πάντα η θάλασσα να δέχεται
ακούραστα, τα κουρασμένα όνειρά τους.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βασίλης Βασιλικός

Βασίλης Βασιλικός, Στον Γιάννη Ρίτσο

Στον Γιάννη Ρίτσο

[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα Μέσα στη νύχτα…]

Παίρνω φτερά για ν’ ανεβώ
να σε κοιτάξω
σύννεφο με κόκαλα ψαριού
στο θόλο τ’ ουρανού
που τόσο άνετα αγκαλιάζεις.

Υγρά τα μάτια σου κρατούν
την αρχοντιά του ελαφιού
στα ξέφωτα του δάσους,
ενώ αστείοι κυνηγοί
με δίκαννα και φλόμπερ
— σκάγια της ζήλιας,
βόλια του θυμού —
σε έχουνε περικυκλώσει.

Υγρά τα μάτια σου,
στην κλίμακα του πρώτου πάθους,
φωτογραφία από ψηλά,
αρνητικό της ζωής σου,
ξοδεμένη σε χιλιάδες αντίτυπα,
άσωτη πηγή, εικονοστάσι στη στροφή

όπου παραλίγο να συμβεί «τροχαίο ατύχημα».

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βασίλης Βασιλικός

Βασίλης Βασιλικός, Μέσα στη νύχτα…

Μέσα στη νύχτα…

[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα Μέσα στη νύχτα…]

Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας,
κρατούν τον οικοδόμο.
Έγραψε, λεν, συνθήματα στους τοίχους.
Με την τανάλια τού ξερίζωσαν τα νύχια
ένα ένα, καθώς μαδούν τα πέταλα
της μαργαρίτας: «Μ’ αγαπάς; Δεν μ’ αγαπάς;»
Για την περίσταση: «Ελευθερία ή Θάνατος».

Στο πέμπτο δάχτυλο, με το μεγάλο νύχι,
εκείνο που καθάριζε το αυτί του,
βρήκαν «Ελευθερία». Όμως στο δέκατο
τον βρήκε ο «Θάνατος». Αντί
να τον σκοτώσουν, του ζήτησαν
να υπογράψει πως είναι με το καθεστώς.

Και είπε: «Τα χέρια είναι για τις σκαλωσιές.
Δεν ξέρουν, ακόμα κι αν μπορούσαν, πώς
να κρατούν μολύβι. Ένας χτίστης λιγότερο,
δεν είναι ένα σπίτι που λείπει».
Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας,
κρατούν τον οικοδόμο.

Τα νύχια φυτρώνουν μόνα τους,
καθώς τα γένια των νεκρών
πέρα απ’ το θάνατό τους.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βασίλης Βασιλικός

Βασίλης Βασιλικός, Μεσονύχτι

Μεσονύχτι

[Τα προεφηβικά (1948-1951), ενότητα Σαπφώ (1950-1951)]

Η πολιτεία σβήστηκε κάτω απ’ τη νύχτα.
Κι απόμειναν ελάχιστα φώτα, σπαρμένα εδώ και κει,
μέσα στον μαύρο αγρό τους.

Το φως του τραμ που δείχνει πόσο άδειο είναι το βαγόνι.
Το κόκκινο φωτάκι μιας φάμπρικας που ψηλώνει,
σα μάτι γυμνό,
σα μάτι που του πέσαν τα τσίνορα
που δεν έχει πια κόρη.
Το φως που γλιστρά μέσ’ απ’ τις γρίλιες
σαν το τρεχούμενο νερό μέσ’ απ’ τα δάχτυλα,
όχι καλά κλεισμένα,
(ποιος ξέρει πίσω απ’ τις γρίλιες
ποιοι ζούνε, τι κάνουν;)
Το έρημο φως του δρόμου
που μαζεύει κι απλώνει τις σκιές
αυτών που κάτω του περνούνε.
(Έχει κι ο νυχτοφύλακας το δικό του φανάρι.)
Και πέρα, στο βάθος, σε συντροφιές,
τα φώτα της πολιτείας,
που μοιάζουν διαμάντι τριμμένο
πάνω σε σκούρο απλωμένο βελούδο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βασίλης Βασιλικός

Βασίλης Βασιλικός, Παντού ακούω τη σιωπή

Παντού ακούω τη σιωπή

[Τα προεφηβικά (1948-1951), ενότητα Σαπφώ (1950-1951)]

Παντού ακούω τη σιωπή.

Στη λιτανεία των κυμάτων,
στη μέρα που σβήνει στης νύχτας τη διαδοχή.

Παντού ακούω τη σιωπή.
Στη γη που περιγράφει τον ήλιο
Και στων άστρων την επαγρύπνηση.

Παντού ακούω τη σιωπή.

Στ’ ακατάχτητα βουνά που καταχτούν το φως
Στη σκιά που απλώνεται και τρικυμίζει.

Παντού ακούω τη σιωπή.

Πίσω απ’ τις φωνές των ανθρώπων,
μπρος από κάθε θόρυβο.

Παντού με ακούει μια σιωπή.
Παντού με προσμένει μια σιωπή.
Μαι ατέλειωτα απλωμένη σιωπή
το τέλος κι η αρχή της σιωπής μου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βασίλης Βασιλικός

Βασίλης Βασιλικός, Εισαγωγή

Εισαγωγή

[Τα προεφηβικά (1948-1951), ενότητα Το χιώτικο γιασεμί (1948-1949)]

Κι ας μη νομίζουμε πως είμαστε μεγάλοι,
τρανοί, υπερκόσμιοι κι αθάνατοι ποιητές.
Περνούμε εμείς∙ έρχονται πίσω άλλοι
κι όλοι μας είμαστε φτωχοί τραγουδιστές.

Ξεπέσαμε –πουλιά αποπλανεμένα–
στη γη∙ κι αναρωτιόμαστε: «πού πάμε;»
Κι εκεί που άλλοι μισούνε –μάταιη έννοια–
τις ομορφάδες της, περνώντας τραγουδάμε.

Αδιόρφωτοι κι ανώφελοι νεφοπαρμένοι
–κι ίσως για σε, αναγνώστη, να ’μαστε τρελοί–
μας τυραννά στο διάβα μας η σκέψη: «τι απομένει;»
κι ένα αναπάντητο κι ασίγαστο «γιατί;».

Κι έτσι φεύγουμε εμείς∙ μας ακολουθάνε άλλοι∙
με άλλα τραγούδια τραγουδούν τις ομορφιές.
Δεν είμαστε τρανοί∙ δεν είμαστε μεγάλοι.
Μόνο περνούμε σαν φτωχοί τραγουδιστές.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βασίλης Βασιλικός

Βασίλης Βασιλικός: [Μικρός, έξω απ’ τα ακραία σπίτια του χωριού…]

Γιάννης Μαρκόπουλος & Γιώργος Σκούρτης, Μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια
(τραγούδι: Βίκη Μοσχολιού / έργο: Μετανάστες (1974))

[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 2: Λάκα – Σούλι]

[17]

Μικρός, έξω απ’ τα ακραία σπίτια του χωριού,
συνήθιζε να κολλάει τ’ αυτί του
δίπλα στις ρίζες της οξιάς
για ν’ ακούσει το προμήνυμα
του μοναδικού λεωφορείου,
που έφερνε τους επιβάτες,
κάθε απόγευμα,
από τη «σκάλα» στο χωριό,
τις εφημερίδες, τον πάγο,
την ασετιλίνη… Έφυγε μετανάστης
για το Βέλγιο. Παλιότερα
είχε φύγει ο πατέρας του, με το Δημοκρατικό Στρατό,
στο δεύτερο αντάρτικο,
κι εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη.
Χρόνια πέρασαν ώσπου ν’ ανταμώσουν
πατέρας και γιος. Κάποτε βρέθηκαν
στο Έσεν, στη Δυτική Γερμανία.
Ο γέρος του τον ρώτησε τι έκανε, πώς ζούσε.
Όσο και να άλλαζε σταθμούς,
του είπε, στο τρανζίστορ, η βελόνα του
κολλούσε στην πατρίδα, καθώς μικρός
συνήθιζε να κολλάει τ’ αυτί του
στο χωματόδρομο, να δει αν έρχεται το λεωφορείο.
Είκοσι δύο χρόνια είχαν ν’ αγκαλιαστούν.
Πριν χωρίσουν, «υποσχόμενοι αμοιβαίως
ν’ αλληλογραφούν, γιατί τώρα που πιάσαν επαφή
δεν έπρεπε, βεβαίως, να τη χάσουν»,
ο πρώην αντάρτης ρώτησε: «Και το χωριό;»
«Όπως τ’ άφησες. Μόνο που ασφαλτόστρωσαν
τη δημοσιά και δεν ακούγεται πια
ο θόρυβος του λεωφορείου». Αυτό του έφτανε.
Έμαθε επιτέλους μια λεπτομέρεια συγκεκριμένη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Βασίλης Βασιλικός