Μαρία Πισιώτη, Μια Άνοιξη περίμενες

Μια Άνοιξη περίμενες*

Μυρωμένη και ηλιόχαρη πρόβαλε η Άνοιξη στην αγκαλιά σου.
Ολημερίς και ολονυχτίς στο Μύρο της ανασαίνεις.
Ευλογία Θεού το γέλιο κι η χαρά της.
Σε κάθε της άγγιγμα μια πλημμυρίδα Φως το Είναι σου κατέκλυζε.
Κι ο χρόνος ύφαινε τις χαρμολύπες.
Σαν τον Ιούδα έσκυψε στερνό φιλί να δώσει,
μα ήταν αιχμηρό και μάτωσε την καρδιά σου.
Στάχτη και αποκαΐδια τα όνειρα, τα χαμόγελα εξαϋλωμένα.
Εκείνο το ταξίδι της χαράς πώς γίνηκε αίφνης του χαμού;
Μια Άνοιξη περίμενες, μα έδυσε πριν ανατείλει.

03.03.2023

* Με αφορμή το τραγικό, εγκληματικό γεγονός της 28ης Φεβρουαρίου 2023, όπου, κατά τη μετωπική σύγκρουση δύο τρένων, νέοι έχασαν τη ζωή τους, κάποιοι άλλοι παλεύουν γι’ αυτήν στα νοσοκομεία… Απόρροια της κακοσυνδιαχείρισης ιδιωτικών και δημόσιων φορέων το έγκλημα αυτό.

Δημοσιευμένο στο ιστολόγιο της Μαρίας Πισιώτη (2023)

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Μαρία Πισιώτη

Advertisement

Γιώργος Θέμελης, Το σώμα της απουσίας

Το σώμα της απουσίας

Έμεινε μόνη, αποκομμένη,
Έμεινε μόνη, σέρνεται η σκιά μου.

Το μέγα ασήκωτο σώμα της Απουσίας.

Ως να ’πεσε πίσω το φως,
Ως να ’χει πεθάνει, να κηδεύεται

Ανάμεσα άδεια σπίτια, δέντρα ερημικά.

Ακούγονται τ’ αδέσποτα βήματά μου,
Ακούγονται οι παλαιές βαθιές φωνές.

Τ’ αλλοτινά μου λόγια τα ειπωμένα.

Ως ν’ αντηχούν ξανά, να πέφτουν
Επάνω στους τοίχους που αντιλάλησαν.

«Ψωμί…», «Αγάπη…», «Φως…», «Θ’ ανταμωθούμε».

Τ’ ακούει ο ακίνητος άνεμος,
Τ’ ακούει η λιμνασμένη σιωπή.

Ένα κομμένο κεφάλι ανασηκώνεται,
Ως το γυμνό παράθυρο και κρέμεται,
Ως τον παλιό καθρέφτη και κοιτάζεται.

Όπως μια λάμπα αχνοσβησμένη.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Τίποτα δεν απόμεινε

Τίποτα δεν απόμεινε

Τίποτα δεν απόμεινε
Απ’ τα πολλά μας υπάρχοντα,
Απ’ όσα ήρθαν, μας δόθηκαν,
Δώρα πολύτιμα, εκπληχτικά.

Ατίμητα κοσμήματα της Ωραιότητας.

Στέμματα, διαδήματα, σκήπτρα,
Απ’ ουράνιο μέταλλο και ήλιο,
Πέτρα και φως, την ύλη του κόσμου.

Ενώτια.

Περιδέραια.

Τίποτα από ένδυμα και σκέπη
Της αιώνιας γύμνιας.
Από καθρέφτισμα και δαχτυλίδι.

Λυχνία του έρωτα ή λάμψη του κορμιού.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Τα πράγματα

Τα πράγματα

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Συνομιλίες

Αργά πεθαίνουν
Σιγά κι αθόρυβα
Σαν τα βουνά.

Άδεια καθίσματα παλαιά.

Τα τέσσερα ξύλα,
Τα τέσσερα καρφιά.

Αργά έρχεται ο θάνατος.

Σταμνιά στεγνά, πήλινα αγγεία,
Πήλινα χείλη ραγισμένα.

Τα σαπισμένα από σιωπή,
Κατάκλειστα παράθυρα.

Κλίμακες.

Δάπεδα.

Γκρεμοί.

Το άχρηστο φως έχει ταφεί στην τρύπα του Κενού.

Φορέματα γυμνά από σώματα,
Απόκληρα παλιά υποδήματα, χειρόκτια ξεγυμνωμένα
Από τ’ απόντα χέρια, από τα κόκαλα.

Όπως το άσαρκο δέρμα, το ασώματο πουκάμισο.

Εσώρουχα της γύμνιας, καλύπτρες της αγάπης
Στηθόδεσμοι αδειανοί και λυπημένοι.

Άμωμα όλα,
Άμωμα, αναίμακτα,
Κρεμάμενα

Σ’ έναν ήλιο θαμπό, σ’ έναν άνεμο σταματημένο.

Σε ποια κρίση θα πέσουν,
Κρίση στερνή, εξαφάνιση,
Τα φτερά, τα κρύσταλλα, τα κρίνα.

Στέφανα υμεναίων,
πέπλα νυμφικά.

Υάκινθοι
Και φιόγκοι.

Κρίνοι τεχνητοί.

Θρύψαλα καθρεφτών,
Σβηστά κεριά.

Αχρηστεμένα όργανα του έρωτα.

Σάβανα, ενδύματα
Ωραίων θανάτων

Πολύκλαυστα,
Πολυφίλητα.

Νυχτώθηκαν οι μυστικοί ουρανοί
Και θάμπωσαν τα φωτοστέφανα.
Σεπτές Εικόνες Αγίων,
Άχρηστες, απορριγμένες.

Νεκρά φτερά, σκαμμένα πρόσωπα,
Σχήματα αγγελικά ξεθωριασμένα.

Σκεύη
Και σύμβολα ιερά:

«Τα άγια των αγίων».

«Τα σα εκ των σων»

Ο Άρτος, ο Οίνος, ο Αήρ,

Κάτω από ίσκιους σκοτεινών πουλιών, πατημασιές αλόγων.

Δεν έχουν κοιμητήρια
Τα ομοιώματα, τα εικονίσματα.

Ανθρωπόμορφα είδωλα γλυπτά,
Ανδρείκελα, πλαγγόνες, πτώματα ωραία.

Αγάλματα νεκρά στα φέρετρά τους.

Λείψανα, που δεν έλιωσαν, νεκρών από καιρό,

Ανάσκαφτα, ανακόμιστα, γεμάτα ψόφιο σκουλήκι,
Ως να ζητούν ταφή, ξανά στον θάνατο.

Άλλο δεν είδε ο ήλιος πράγμα πιο φριχτό.

Δεν το ’ξερα πως ήτανε τόσο πολλά
Τα είδωλα της Ματαιότητας.

Τόση θλίψη,
Τόση τέφρα και σποδός·

Φωτιά στον θάνατο, φωτιά στο μέγα ψέμα

Επάνω από τα είδωλα
Και τα τρομαχτικά
Σημεία και σύμβολα
Του καθημερινού θανάτου.

Επάνω απ’ την κραυγή,
Επάνω από τον άνεμο

Ένας άδειος Σταυρός.

Το ξύλο του Μαρτυρίου δίχως μαρτύριο,
Χωρίς το άγιο χρίσμα του αίματος.

Σηκώνοντας επάνω του, στη σταύρωσή του,
Μιαν άσαρκη σκιά, μιαν απουσία.

Πένθιμο σχήμα μιας θυσίας που πήγε μάταιη.

Κάτω ακούγονται ξεφωνητά πνιχτά και βόγκοι
Από τα είδωλα, σώματα, πράγματα, φωνάζοντας:

ανάσταση.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Σώμα και άγαλμα

Σώμα και άγαλμα

Απογυμνώνοντας το σώμα και το άγαλμα
Απ’ την πυκνή σκιά του, απ’ το καθρέφτισμα,
Το χοϊκό του ένδυμα, το απατηλό περίβλημα,
Τη σάρκα γυρεύοντας και τον καρπό,

Την πιο βαθιά πληγή στη ρίζα της πληγής.

Δάχτυλα φτάνοντας ως την καρδιά,
Ως την απόκρυφη φωτιά της πέτρας.

Η στέρησή μου ήτανε σα μια λεπίδα.

Η αγάπη μου σα μια κρυφή σφαγή.

Τ’ όνειρό μου ένας απέραντος σιτοβολώνας.

Άγγιξα, αγάπησα, έσκαψα,
Σύναξα θλίψη, γέμισα βοή.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Σαν τις εικόνες

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Σαν τις εικόνες

Πού γνώρισαν τον θάνατο και πεθαίνουν,
Και ξέρουν να πεθαίνουν τα μικρά παιδιά,
Διπλώνοντας στη μέση τους το τρυφερό φτερό τους,
Με μια θλιμμένην έκπληξη πάνω στο στόμα.

Γαληνεμένα, ανύποπτα, σαν τις εικόνες.

Ως να ’ρθε ο θάνατος μ’ ένα φιλί,
Χωρίς βοή και πέταλα ασημένια,
Για να τα κρύψει απ’ τα κακά πουλιά,
Απ’ τ’ άγρυπνα σκυλιά τη νύχτα π’ αλυχτούν.
Ως να ’ρθε και τα κοίμισε μέσα σ’ ένα κοχύλι.

Ούτε σπαθιού μαύρη γραμμή ούτε φτερού.

Τα περιστέρια εξακολουθούν να γράφουν αριθμούς έξω στο φως,
Μα τα χεράκια έχουν σαστίσει,
Μη ξέροντας να γείρουν και να σταυρωθούν πάνω στο στήθος.
Τ’ ανήξερα βλέφαρα ξεχάστηκαν στο θαύμα του ύπνου
Και τα μικρά μικρά χαμόγελα κρύφτηκαν στους καθρέφτες.
Τ’ ολόγιομο φεγγάρι χάθηκε πουλί στον ουρανό.

Όταν τ’ αποδημητικά βιάζουν την άλλην άνοιξη,

Όταν τα μάτια τα κλειστά γυρίζουν προς το φως,

Τάχα θα ξαναρθούν ποτέ; Θάβρουν τον πίσω δρόμο
Κάτω από τόση θάλασσα, μες από τόση νύχτα;

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Πυκνή σκιά μου

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις

Πυκνή σκιά μου

Βγάζει τη σκέπη απ’ τη μορφή, την παραμόρφωση,
Σαν άλλη πάχνη που τον σκεπάζει.
Παίρνει ξανά τα μάτια του και με θρηνεί.

Ως να ’ρχεται μες απ’ το μέγα θάμπος του άλλοτε.

Βουβά θρηνεί, βουβά σκύβει στην όψη μου,
Ως να θρηνεί τον εαυτό του,
Ν’ ασπάζεται τα ίδια του τα βλέφαρα,
Τα χείλη του τα πετρωμένα.

Πανέμορφη πυκνή σκιά μου
Ενός ακέριου εφήβου.

Αγγελικό μου αρχαίο ανάστημα δίχως φτερά.

Από ποια κρύπτη, ποιο βυθό
Παλαιού νεκρού καθρέφτη ανασηκώθηκες,
Σαν μες σε πρώιμη ανάσταση,
Φορώντας τον λαμπρό χιτώνα σου.

Φυλάγοντας στα βλέφαρα μια παγωμένη λύπη.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Πέτρινη κατατομή

Πέτρινη κατατομή

Ποια χέρια μπορούν ν’ αγγίξουν τα χέρια μου,
Αλλότρια χέρια, ξένα, αλλότρια σώματα.

Φτερά πουλιών ή δέρματα ζώων.

Τα χέρια μου τ’ αλλοτινά, τα παιδεμένα
Από πικρούς χαμούς, άδειους ανέμους.

Τώρα που μ’ έχει κλείσει από παντού,
Σα μια θαμπή νεφέλη, η Απουσία.

Καμιά αγάπη, καμιά σταύρωση.

Ποιες εκπλήξεις μπορούν να πλήξουν
Τ’ άφεγγα μάτια μου και τα στεγνά.

Τα χείλη που κόπηκαν πάνω στα χείλη μου,
Το κομμένο ψωμί, το μυρισμένο ρόδο,
Φύλλα νεκρά και κρύσταλλα του ήλιου

Καταρρέουν μες απ’ την πέτρινη κατατομή μου.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Πείνα και δίψα

Πείνα και δίψα

Ως να γυρέψαμε και δε βρήκαμε
Ψωμί να φάμε, νερό να πιούμε.

Το ψωμί της γης, το μάννα τ’ ουρανού.

Ήπιαμε
Και διψάσαμε.

Χορτάσαμε
Και δε χορτάσαμε.

Αγαπήσαμε, μείναμε
Ανέραστοι, κλειστοί.

Πείνα και δίψα
Ψυχών
Και σωμάτων

Ακόρεστη,
Αξεδίψαστη.

Πεινούν τ’ ακοίμητα κόκαλά μας.

Πώς να τα θρέψουμε,
Να τα κοιμίσουμε.

Γυρεύουμε τον άρτο και τον οίνο που δεν κοινωνήσαμε,
Την αγάπη που δεν αγαπήσαμε,
Τον καθρέφτη που δεν κοιταχτήκαμε.

Γυρεύουμε, σκάβουμε τη γη, κοιτάζουμε τον ουρανό,
Άγρυπνοι, ακαθρέφτιστοι και πεινασμένοι.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης, Παρομοιώσεις

Παρομοιώσεις

Όπως στον ύπνο, όταν περνάς
Στην άλλη λάμψη τη νυχτερινή.

Το σώμα, το ένδυμα, ο καρπός.

Όπως στον ύπνο, όπως στον έρωτα,
Όταν αφήνεσαι μ’ όλο το σώμα.

Μένεις ασώματος, γυμνός.

Η μέρα, η νύχτα, ο χρόνος,
Μια ιστορία φανταστική.

Ως ν’ ανοίγουν μέσα οι τοίχοι, να πέφτουν
Οι απατηλοί καθρέφτες που μας σκεπάζουν,
Περνούμε μέσα σ’ ένα όνειρο,
Όνειρο αδιάκοπο και νυχτωμένο

Χωρίς καμπάνα και ξημέρωμα.

Ως να περνούμε στον κύκλο των Ασωμάτων
Μες σε μια τέλεια κλειστή αποξένωση.

Όπως μια λάμπα, που λησμονήθηκε
Μες σε μια κάμαρη άδεια και κλειστή,
Μόνο, κατάμονη στην ερημία.

Ποιος θα μας ξέρει, ποιος θα μας υποπτευθεί;

Άλλα μάτια, άλλα μυστικά
Πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους,
Πίσω από τους φύλακες.

Άλλες σκιές θα τριγυρνούν μες στα δωμάτια
Αγγίζοντας τα πράγματα, τα πράγματά μας,
Πιο εύθραυστα και πιο πυκνά γεμάτα απ’ την αγάπη μας.

Μαθημένα, υπάκουα, και μόλις αφημένα,
Θ’ αναζητούν χέρια σφιγμένα σαν τα χέρια μας.

Θ’ αναζητούν τα μάτια μας τα καρποφόρα.

Καθώς καρποί, που ωρίμασαν
Και μένουν ακόμα, κρέμονται στον ήλιο,
Καρτερώντας το πουλί, το χέρι και το δρέπανο,
Εδώ θα στέκει το δέντρο της αυλής,
Μονάχο, στείρο, απελπισμένο,
Χωρίς φτερό και γύρη,
Σε νηνεμία τρομαχτική.
Εδώ θα γέρνει το παράθυρο μες στο κενό,
Μετρώντας τον άνεμο, να πέσει – να μην πέσει.
Η στέγη μας πάντα νωπή, όπως την άνοιξη.

Ο ουρανός επάνω της ερημικός.

Ώσπου να φτάσει ο Απρίλης μες στο αργό του μέλλον
Μ’ όλη τη λάμψη και τη δόξα, ώσπου να ’ρθει το Μέγα Πάσχα
Με τους καινούριους υάκινθους, με τους αναστημένους,
Να σε ντύσω βασιλική πορφύρα στη μεγάλη σου εορτή,
Βαρύτιμα κοσμήματα:
Να ’σαι ωραίος μες στους ωραίους.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (III)

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

III

Εκεί που κείτονταν
Και σάπιζαν
Στοίβες τα φύλλα του Καιρού.

Κρίνα χλωμά
Και μαύρα ρόδα.

Το πιο πυκνό Φθινόπωρο.

Ήλιοι νεκροί
Και σκελετοί πουλιών.

Κι η αποκαμωμένη Αγάπη
Σιγανασαίνοντας ακόμα,
Σαν την ηχώ μες στο κοχύλι.

(Πώς κόβεται και πέφτει ξάφνου ο αγέρας
Και γίνεται παύση, γίνεται μεγάλη σιωπή.)

Εκεί που σβήναν όλες οι φωτιές

Και το πιστό σκυλί μου ο Φύλακας
Και τ’ ακριβό μου ζώο ο Άγγελος
Μες στο βαθύ λαγούμι του.

Ήρθε μεμιάς και χτύπησε
Σαν αστραπή,
Σαν μαχαιριά στεγνή και ράγισε

Το καταπέτασμα.

Κανείς δεν είδε τον ήλιο που έπεσε κι έσβησε
Πίσω απ’ άφαντα βουνά και μαραμένα βλέφαρα.

Κανείς δεν απαντήθηκε με ζωντανούς νεκρούς
Να περπατούν σηκώνοντας τ’ αναστημένα σώματά τους.

Δεν έσταξε αίμα ούτε νερό.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (II)

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

II

Κανένας χτύπος δεν ακούστηκε,

Χτύπος φτερού,
Χτύπος Αγγέλου.

Κανένας άνεμος δε σηκώθηκε
Να ξυπνήσει τους κοιμισμένους.

Τι έγινε;

Ποιος πήρε ξάφνου το κλειδί
Και μας άφησε έξω,

Έξω στην άπειρη ερημία;

Μπήκε μέσα και κλείστηκε,
Δε μας αφήνει πια να μπούμε

Πίσω στην πόρτα την κλειστή, στην άδεια κατοικία.

Τι έγινε
Και σταμάτησε ξάφνου
Το αίμα του ο καιρός.

Μείναμε άστεγοι, άφαντοι, γυμνοί.

Εδώ που μπήκε ο θάνατος και πλέκει τη φωλιά του,
Δίχως φτερούγα και κλαδί, το ακοίμητο σκουλήκι.

Εδώ που η ακίνητη ομορφιά ρίχνει την αμφιλύκη της.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης