Μίκης Θεοδωράκης, Μια φυλακή
(τραγούδι: Θανάσης Μωραΐτης & χορωδία / δίσκος: Διόνυσος (1985))
Φυλακή
Ζωή ήρεμη, απλή.
Το παιχνίδι ήταν με τα χρώματα.
Μικρός, τα σίδερα μοιάζαν με φύλλα.
Ύστερα έγιναν γαλάζια,
χαρά, εργασία,
«πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Ώσπου μεγάλωσε.
Τα σίδερα βάφτηκαν χρυσά.
Τα δάχτυλα σέρνονται,
ρόδινα ερπετά πάνω στο
χρυσάφι τους.
Ηδονή κι ελευθερία.
Μα μια μέρα,
το νύχι ξύνει τη χρυσή μπογιά.
Και να σου τα σίδερα,
γυμνά, πρόστυχα γυμνά μπροστά του.
Τα τραντάζει με μανία.
Όμως αυτά ήταν γερά,
κι αυτός ως τώρα
ήρεμος, απλός, ευτυχισμένος.
Τυφλά περιστέρια τα δάχτυλά του
σκοτώνονται στα σίδερα.
Το άλλο πρωί
τα σίδερα ήταν βαμμένα πάλι,
μα ήταν τούτη τη φορά
το κόκκινο του αίματος,
το κόκκινο του χείμαρρου,
το κόκκινο της λευτεριάς.
Από τη συλλογή Σχέσεις σιωπής (1983) της Χλόης Κουτσουμπέλη
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Χλόη Κουτσουμπέλη