[Ενότητα Ηλικία στο φως]
β’
Δεν είχα τίποτα να επισκεφτώ στο παρελθόν,
γιατί όσα γνώριζα γίνανε πόλη
και το καινούριο έχει τη θέση του κι αυτό
πλάι σε ό,τι αποσυντίθεται και φτιάχνεται πάλι.
«Μα έλα, επίστρεψε», μίλησε ο γέρικος γάτος.
«Έχεις τον φόβο από δυο κάθετα μάτια
που άστραφταν στη στέγη του αχερώνα,
καίγοντας μέσα στη λάμψη τους το απατηλό της σιωπής,
την ψάθα που απλωνόταν στην αυλή με τις μολόχες
το καλοκαίρι,
έχεις αυτό το ποδήλατο με τις τέσσερις ρόδες,
τους τοίχους του ορνιθώνα
κοκκινισμένους στην ψείρα».
Πώς έσκαζαν όταν τις δώσαμε φωτιά μαζί με τον θείο,
τσπατ! τσπατ! μικρές εκρήξεις, επιτόπιες
κι η φλούδα ζάρωνε σ’ ένα μαύρο, ξερό κεφάλι καρφίτσας.
Όμως εκεί, στο τέρμα της οδού Μοναστηρίου
δεν είχε τίποτα από φως.
Μόνο αμαξάδες που φόρτωναν βράδυ το γάλα,
ταξιδεμένους σιδηροδρομικούς
και τα μικρά αγόρια που ζυγώνανε
στην ταπεινή τους πατριδογνωσία.
Και η ζωή δενόταν στην απόσταση ενός σπάγκου
ανάμεσα στον κόμπο του αφαλού
και στον κόσμο του μαντιλιού στο σαγόνι.
Από τη συλλογή Η άτροπος των ημερών (1998) του Σταύρου Ζαφειρίου
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σταύρος Ζαφειρίου
Παράθεμα: Σταύρος Ζαφειρίου, Ηλικία στο φως (β ‘) | agelikifotinou