Χρήστος Θηβαίος, Το νερό (δίσκος: Πέτρινοι κήποι (2008))
[Μέρος Β’]
Στα κατάρτια της άπνοιας
Μα τι γυρεύεις στο απάνεμο σπήλαιο;
Καταφύγιο χωρίς φεγγάρια.
Αναβλύζουν τα όνειρα.
Δαίμονες ντυθήκαν
για να μπορέσεις να ξορκίσεις
το δόλο της ζωής
την αρπαγή του αγέρα.
Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει
τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια της άπνοιας.
Νερό, να ξεπλύνουμε την ξεβαμμένη σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό, νερό
να ξεπλύνουμε την ψυχή μας.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008) του Γιάννη Ποδιναρά
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιάννης Ποδιναράς
Αυτό το ποίημα Βίκυ προέρχεται καθαρά απότις μνήμες της Σαλονικιάς ταβέρνας.Αγαπούσα ιδαίτερα μια ταβέρνα στην περιοχή της Φλέμιγκ.Λεγόταν ταβέρνα ΟΙ ΧΗΡΕΣ.Εσύ είσαι μικρή δεν θα τις πρόλαβες.Ήταν δυο ηλικιωμένες αδελφές.Μας έψηναν σαρδέλλες στα κάρβουνα και σέρβιραν ρετσίνα βαρελίσια.Πώς να ξεχάσω εκείνες τις εμπειρίες των φοιτητικών μου χρόνων.Ήταν και η αρχή της προσφυγιάς.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν τις πρόλαβα, Γιάννη, αν και έμενα τρεις δρόμους παρακάτω προς τη Σχολή Τυφλών.
Τελικά είναι πέρα για πέρα αληθινό πως η Θεσσαλονίκη είναι η πνευματική σου πατρίδα, ε;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!